-
1 βομβαρδισμός
[вомвардизмос] ουσ. а. бомбардировка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βομβαρδισμός
-
2 бомбардировка
-
3 налёт
-а α.1. εισόρμηση, επίθεση από τον αέρα. || επέλευση.2. επιδρομή•налёт авиации επιδρομή αεροπορίας.
|| βομβαρδισμός αιφνίδιος•артиллерийский налёт αιφνίδιος βομβαρδισμός πυροβολικού•
огневой налёт αιφνίδια πυρά.
3. αιφνίδια εισβολή, επιδρομή (ιδίως ιππικού). || ληστρική επιδρομή.4. λεπτό στρώμα (σκόνης κ.τ.τ.), κατακάθι, πάτινα. || ένδειξη, σημείο, σημάδι.5. (ιατρ.) επίχρησμα, ψευδο-μεμβράνα.εκφρ.с -ом (налету) – α) με όλη την ταχύτητα, β) μτφ. στα πεταχτά, πολύ γρήγορα, αμέσως. -
4 бомбардировка
ο βομβαρδισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бомбардировка
-
5 бомбардировка
бомбардиро||вкаж ὁ βομβαρδισμός. -
6 обстрел
обстрелм ἡ πυροβόληση [-ις], τά πυρά / τό τουφεκίδι (из ружей):артиллерийский \обстрел ὁ βομβαρδισμός, τό κανονίδι· пулеметный \обстрел ὁ πολυβολισμός· ураганный \обстрел τά καταιγιστικά πυρά· быть (находиться) под \обстрелом βρίσκομαι ἐκτεθειμένος στά πυρά· брать под \обстрел а) βάλλω κατά, κατευθύνω τό πυρ, б) βάζω κάποιον (κάτι) στόχο, βομβαρδίζω μέ κριτική. -
7 бомбардирование
-я ουδ.βομβαρδισμός. -
8 бомбардировка
-и θ.βομβαρδισμός. -
9 бомбежка
-и θ.βομβαρδισμός. -
10 перележать
-жу, -жишьρ.σ.1. παρακάθομαι,• -на солнце παρακάθομαι στον ήλιο. || φθείρομαι, χαλνώ από την πολυκαιρία•огурцы -ли τα αγγουράκια χάλασαν από την πολυκαιρία•
2. ξαπλώνω περισσότερο από άλλον.3. κάθομαι (ώσπου)• παραμένω•перележать в укрытии до конца бомбёжки κάθομαι στο καταφύγιο ώσπου να σταματήσει ο βομβαρδισμός.
4. μ. (απλ.) μουδιάζω•перележать руку μουδιάζω το χέρι από την ακινησία.
См. также в других словарях:
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
βομβαρδισμός — ο επίθεση με βλήματα και βόμβες: Τα καταφύγια χρησιμεύουν για να προφυλαγόμαστε σε περίπτωση βομβαρδισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Βερνέ — (Vernet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων. 1. Κλοντ Ζοζέφ Β. (Claude Joseph Vernet, Αβινιόν 1714 – 1789). Από τον πατέρα του, Αντουάν B., επίσης ζωγράφο, διδάχτηκε σε παιδική ηλικία το σχέδιο. Σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek