-
1 βολαῖος
-
2 βολαῖος
-
3 προ-βόλαιος
προ-βόλαιος, = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι.
-
4 συμ-βόλαιος
συμ-βόλαιος, zum Contracte gehörig, darauf Bezug habend, ξυμβόλαιαι δίκαι, Thuc. 1, 77.
-
5 δια-στροβέω
δια-στροβέω, durchwirbeln, ϑύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.
-
6 προβόλαιος
προ-βόλαιος, vorgehaltener, vorgestreckter Speer -
7 συμβόλαιος
συμ-βόλαιος, zum Kontracte gehörig, darauf Bezug habend
См. также в других словарях:
βολαίος — βολαίος, α ον (Α) [βόλος] ορμητικός, βίαιος … Dictionary of Greek
βολαῖος — violent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαίας — βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem acc pl βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)