-
1 βοηδρομώ
βοηδρομέωrun to a cry for aid: pres subj act 1st sg (attic epic doric)βοηδρομέωrun to a cry for aid: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 βοηδρομῶ
βοηδρομέωrun to a cry for aid: pres subj act 1st sg (attic epic doric)βοηδρομέωrun to a cry for aid: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 βοηδρόμωι
βοηδρόμῳ, βοήδρομοςgiving succour: masc /fem /neut dat sgβοηδρόμῳ, βοηδρόμοςmasc /fem /neut dat sg -
4 προς-μίγνῡμι
προς-μίγνῡμι u. - μιγνύω (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, womit verbinden, τινί τι, übh. womit in Verbindung bringen, z. B. κράτει προςέμιξε δεσποταν, Pind. Ol. 1, 22, er verhalf dem Herrn zum Siege, verlieh ihm den Sieg; προςέμιξε κίνδυνον τῇ πόλει, Aesch. 3, 146; – intrans., οὐκ ἄρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προςμῖξαι ϑρασύ; Soph. Phil 106, sich ihm bewaffnet nähern; vgl. ποδὶ βοηδρόμῳ μέλαϑρα προςμίξει, Eur. Or. 1291; προςέμιξεν ἄφαρ τοὔπος τὸ ϑεοπρόπον ὑμῖν, Soph. Trach. 818, wie Hom. sagt ϑέσφαϑ' ἱκάνει, es trifft uns, geht an uns in Erfüllung, handgemein werden mit Einem, Her. 5, 64. 6, 112; τοῖς ὁπλίταις οὐκ ἠδυνήϑησαν προςμῖξαι, Thuc. 4, 33; Folgde, wie Pol. 1, 28, 8 u. öfter; vom Orte, hinzugehen, sich nähern, bes. anlanden, τῇ Νάξῳ, τῇ Ἀσίῃ, Her. 6, 96. 7, 168. 8, 130; προςέμιξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων, Thuc. 3, 22, u. öfter; ἔτι προςμίξωμεν ἐγγύτερον ἐπὶ τοὺς μήπω βεβασανισμένους, Plat. Polit. 290 c; auch ἀρετῇ ϑείᾳ προςμίξασα, Legg. X, 904 d; Sp.; τοῖς τόπ οις, τῇ χώρᾳ, Pol. 3, 42, 1. 1, 37, 1. – Auch πρὸς τὰ ὅρια, Xen. Cyr. 2, 4, 21; An. 4, 2, 16 u. Sp., wie. Plut.
См. также в других словарях:
βοηδρομώ — βοηδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω 2. τρέχω κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ*] … Dictionary of Greek
βοηδρομῶ — βοηδρομέω run to a cry for aid pres subj act 1st sg (attic epic doric) βοηδρομέω run to a cry for aid pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηδρόμωι — βοηδρόμῳ , βοήδρομος giving succour masc/fem/neut dat sg βοηδρόμῳ , βοηδρόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηδρόμια — Βοηδρόμια, τα (Α) [βοηδρομώ] γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Απόλλωνος Βοηδρομίου … Dictionary of Greek
Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] … Dictionary of Greek