Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βοηγενής

См. также в других словарях:

  • βοηγενής — βοηγενής, ές (Α) ο βουγενής* …   Dictionary of Greek

  • βοηγενεῖς — βοηγενής born of an ox masc/fem acc pl βοηγενής born of an ox masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηγενέεσσι — βοηγενής born of an ox masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»