-
1 βοηγενής
βοηγενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηγενής
-
2 βοηγενέεσσι
βοηγενήςborn of an ox: masc /fem /neut dat pl (epic) -
3 βοηγενείς
βοηγενήςborn of an ox: masc /fem acc plβοηγενήςborn of an ox: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
4 βοηγενεῖς
βοηγενήςborn of an ox: masc /fem acc plβοηγενήςborn of an ox: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 βουγενής
βου-γενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουγενής
См. также в других словарях:
βοηγενής — βοηγενής, ές (Α) ο βουγενής* … Dictionary of Greek
βοηγενεῖς — βοηγενής born of an ox masc/fem acc pl βοηγενής born of an ox masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηγενέεσσι — βοηγενής born of an ox masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek