-
1 βοηθεία
βοηθείᾱ, βοήθειαhelp: fem nom /voc /acc dual——————βοηθείᾱͅ, βοήθειαhelp: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 βοήθεια
βοήθειαhelp: fem nom /voc sg -
3 βοήθεια
βοήθεια, ας, ἡ (s. βοηθέω; Thu.+)① assistance offered to meet a need, help εὔκαιρος β. timely help Hb 4:16 (cp. OGI 762, 3f ὁ δῆμος ὁ τῶν Κιβυρατῶν τῷ δήμῳ τῷ Ῥωμαίων βοηθείτω κατὰ τὸ εὔκαιρον; SIG 693, 12.—Of divine help: Diod S 3, 40, 7 τῶν θεῶν β.; Ael. Aristid. 31 p. 600 D.: παρὰ τ. θεῶν; Ps 19:3; 34:2; PsSol; JosAs 23:4; Jos., Ant. 13, 65, Vi. 290).② material things that help, an aid, a help, pl. (makeshift) aids, helps (Diod S 3, 8, 5) βοηθείαις ἐχρῶντο prob. a nautical t.t. (cp. Philo, De Ios. 33 κυβερνήτης ταῖς τῶν πνευμάτων μεταβολαῖς συμμεταβάλλει τὰς πρὸς εὔπλοιαν βοηθείας; cp. Diod S, 3, 40, 5 βοηθέω of the bringing of aid for a ship in danger) they used supports (perh. cables) Ac 27:17. See lit. s.v. ὑποζώννυμι and comm.—DELG s.v. βοή. M-M. TW. -
4 βοήθεια
-ας + ἡ N 1 0-6-11-27-27=71 JgsA 5,23; JgsB 5,23(bis); 2 Sm 18,3; 1 Chr 12,17help, aid Jgs 5,23; auxiliary forces, allies Jer 29(47),4ἡ βοήθειά μου παρὰ τοῦ κυρίου my help comes from the Lord Ps 120(121),2*Is 8,20 εἰς βοήθειαν as a help-עודד עוד (pi.) for MT לתעודה עוד (hi.) as a witness; *Jb 6,13 βοήθεια help-ועהשׁת for MT יהשׁת cry?; *Lam 3,57 εἰς τὴν βοήθειάν μου to my help -י/ועתשׁת/ל for MT י/ועתשׁ/ל to my cryCf. FLASHAR 1912, 242-244; →TWNT -
5 βοηθείᾳ
Βλ. λ. βοηθεία -
6 βοήθεια
A help, aid, Th.2.22, etc.;β. τῷ λόγῳ πρός τινα Pl.Prm. 128c
;ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. D.56.15
; βοήθειαν ἔχειν πρὸς ὑγίειαν, πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολὴν μηχανᾶσθαι, Arist.PA 651b1, 652a32: nom.sg., as exclamation 'help!', Plb.13.8.5: pl., Gorg.Pal.33, D.18.302, Arist. Rh. 1383a29;αἱ πρὸς εὔπλοιαν β. Ph.2.46
, cf. Act.Ap.27.17.2 medical aid, cure,κίνδυνος ἰσχυρότερος πάσης β. Plu.Alex.19
.II force of auxiliaries,ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG7.1.20
;νεῶν β. Th.4.8
: opp. regular forces, D.4.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθεια
-
7 βοήθεια
1) aid2) help3) supportΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βοήθεια
-
8 βοηθείας
βοηθείᾱς, βοήθειαhelp: fem acc plβοηθείᾱς, βοήθειαhelp: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 βοήθει'
βοήθεια, βοήθειαhelp: fem nom /voc sgβοήθειαι, βοήθειαhelp: fem nom /voc pl -
10 βοηθείαι
βοηθείᾱͅ, βοήθειαhelp: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 βοηθείαιν
βοήθειαhelp: fem gen /dat dual -
12 βοηθείαις
βοήθειαhelp: fem dat pl -
13 βοήθειαι
βοήθειαhelp: fem nom /voc pl -
14 βοήθειαν
βοήθειαhelp: fem acc sg -
15 βοηθειών
-
16 βοηθειῶν
-
17 βοηθείης
βοάωcry aloud: aor opt pass 2nd sg (attic ionic)βοήθειαhelp: fem gen sg (epic ionic) -
18 hjálp-reip
n. a saving rope, Edda (Gl.); en ef h. brestr, gjaldi tvær örtogar, N. G. L. ii. 283: the hjálpreip perhaps resembled the βοήθεια in Acts xxvii. 17. -
19 βοή
A loud cry, shout, in Hom. mostly battle-cry,βοὴν ἀγαθός Il.2.408
, al.; βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη let there be not even the name of war, Thcoc.16.97; later of prayer,Ἑλληνικὸν νόμισμα θυστάδος β. A.Th. 269
; κακοφάτιδα β. cry of mourning, Id.Pers. 936 (lyr.);β. καὶ οἶκτος And.1.48
;κραυγὴ καὶ β. D.54.9
; also, song of joy,ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ E.El. 879
(lyr.), cf. Pi.N.3.67, Ar.Ra. 212; of oracles,ἀείδουσα.. βοὰς ἂς ἂν Ἀπόλλων κελαδήσῃ E. Ion 92
(lyr.); shout, murmur of a crowd, Pl.Lg. 700c(pl.);θόρυβος καὶ β. Id.Ti. 70e
; of things, roar of the sea, Od.24.48; sound of musical instruments,αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον Il.18.495
, cf. Pi.O.3.8, P.10.39 (pl.);β. σάλπιγγος A.Th. 394
; cry of birds, S.Ant. 1021;θηρίων β. E.Ba. 1085
; βοὴν θωΰσσειν, ἀϋτεῖν, S.Aj. 335, E.Hec. 1092(lyr.);ἐφθέγξατο βοή τις Id.IT 1386
;βοάσομαι τὰν ὑπέρτονον βοάν Phryn.Com.46
(lyr.);βοὴν ἱστάναι Antiph.196.2
; ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα as far as sound went, only in appearance, Th.8.92, cf. X.HG2.4.31. -
20 βοηθοῦρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθοῦρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — help fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek
βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)