-
1 βλήτο
-
2 βλῆτο
-
3 βλῆτο
-
4 βάλλω
βάλλω, fut. βαλῶ, βαλέω, aor. ἔβαλον, βάλον, subj. βάλησθα, opt. βάλοι- σθα, plup. 3 sing. βεβλήκειν, pass. perf. 3 pl. βεβλήαται, plup. βεβλήατο (also, but only w. metaph. signif., βεβόλητο, βεβολήατο, βεβολημένος), mid. aor. with pass. signif., βλῆτο, subj. βλήεται, opt. 2 sing. βλεῖο, part. βλήμενος: throw, cast, mid., something pertaining to oneself; hence often in the sense of shoot, hit; καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε, Il. 13.160; ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἶῷ ( μίν is the primary obj.), Il. 5.795; metaph., φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, ‘strike,’ ‘conclude,’ Il. 4.16 ; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν, ‘bear in mind’ (note the mid.), Il. 1.297, etc. The various applications, literal and metaphorical, are numerous but perfectly intelligible.—Intrans., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, Il. 11.722; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, Il. 23.462; mid. aor., with pass. signif., βλήμενος ἢ ἶῷ ἢ ἔγχεϊ, Il. 8.514; pass., of the mind only, ἄχεῗ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ, ‘stricken,’ Il. 9.9,, Od. 10.347.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βάλλω
-
5 ἐπιλίγδην
ἐπι-λίγδην: βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιλίγδην
См. также в других словарях:
βλῆτο — βάλλω throw aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλίγδην — ἐπιλίγδην (Α) επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα τού ώμου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»] … Dictionary of Greek
λεπουντιά — η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Atriplex hortensis τού γένους ατρίπλεξ, αλλ. βλήτο … Dictionary of Greek
χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… … Dictionary of Greek