-
1 βλαβερός
βλαβερόςharmful: masc nom sg -
2 βλαβερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαβερός
-
3 βλαβερός
βλαβερός, ά, όν (s. βλάβη; Hom. Hymns, Hes. et al.; Epict.; SIG 454, 14; PTebt 725, 5 [II B.C.]; Pr 10:26; TestSol; EpArist 192; Ath., R. 75, 4) harmful (w. ἀνόητος) ἐπιθυμίαι 1 Ti 6:9 (X., Mem. 1, 3, 11 β. ἡδοναί); ἀσυγκρασία β. harmful lack of community spirit Hv 3, 9, 4. τρυφαί Hs 6, 5, 5ff. W. dat. of pers. (X., Mem. 1, 5, 3) Hm 6, 1, 3. Anton. τὸ συμφέρων, -ουσα, -ον, ὠφέλιμος.—DELG s.v. βλάβη. M-M. TW. Spicq. -
4 βλαβερός
-
5 βλαβερός
harmfulΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βλαβερός
-
6 βλαβερά
βλαβερόςharmful: neut nom /voc /acc plβλαβερά̱, βλαβερόςharmful: fem nom /voc /acc dualβλαβερά̱, βλαβερόςharmful: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 βλαβερώτερον
βλαβερόςharmful: adverbial compβλαβερόςharmful: masc acc comp sgβλαβερόςharmful: neut nom /voc /acc comp sg -
8 βλαβερωτάτων
βλαβερόςharmful: fem gen superl plβλαβερόςharmful: masc /neut gen superl pl -
9 βλαβερόν
βλαβερόςharmful: masc acc sgβλαβερόςharmful: neut nom /voc /acc sg -
10 βλαβερώτατα
βλαβερόςharmful: adverbial superlβλαβερόςharmful: neut nom /voc /acc superl pl -
11 βλαβερώτατον
βλαβερόςharmful: masc acc superl sgβλαβερόςharmful: neut nom /voc /acc superl sg -
12 βλαβεραί
βλαβερόςharmful: fem nom /voc pl -
13 βλαβεροί
βλαβερόςharmful: masc nom /voc pl -
14 βλαβερούς
βλαβερόςharmful: masc acc pl -
15 βλαβερωτάτη
βλαβερόςharmful: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
16 βλαβερωτάτην
βλαβερόςharmful: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
17 βλαβερωτάτης
βλαβερόςharmful: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
18 βλαβερωτάτου
βλαβερόςharmful: masc /neut gen superl sg -
19 βλαβερωτάτους
βλαβερόςharmful: masc acc superl pl -
20 βλαβερωτέρην
βλαβερόςharmful: fem acc comp sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
βλαβερός — harmful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερός — ή, ό (AM βλαβερός, ά, όν) όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος νεοελλ. 1. επικίνδυνος 2. πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός <… … Dictionary of Greek
βλαβερός — ή, ό αυτός που προκαλεί βλάβη, ο επιζήμιος, ο επιβλαβής: Οι βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος είναι πλέον γνωστές σε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαβερά — βλαβερός harmful neut nom/voc/acc pl βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc/acc dual βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτερον — βλαβερός harmful adverbial comp βλαβερός harmful masc acc comp sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερωτάτων — βλαβερός harmful fem gen superl pl βλαβερός harmful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερῶν — βλαβερός harmful fem gen pl βλαβερός harmful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερόν — βλαβερός harmful masc acc sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτατα — βλαβερός harmful adverbial superl βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτατον — βλαβερός harmful masc acc superl sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός, -ός, -ό — βλαβερός, επιζήμιος, κακούργος: Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)