-
1 βλάμμα
-
2 βλαμμα
-
3 βλάμμα
βλάμμαneut nom /voc /acc sg -
4 βλάμμα
-
5 βλάμμα
-
6 βλαμμάτων
βλάμμαneut gen pl -
7 βλάμματα
βλάμμαneut nom /voc /acc pl -
8 βλάμματι
βλάμμαneut dat sg
См. также в других словарях:
βλάμμα — βλάμμα, το (Α) [βλάπτω] η βλάβη … Dictionary of Greek
βλάμμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαμμάτων — βλάμμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάμματα — βλάμμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάμματι — βλάμμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek