-
1 παρα-βλώψ
παρα-βλώψ, ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφϑαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφϑαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.
-
2 κυνο-βλώψ
-
3 κλώψ
-
4 κυνοβλώψ
-
5 παραβλώψ
См. также в других словарях:
κυνοβλώψ — κυνοβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα βλώψ, υπο βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε ωψ… … Dictionary of Greek
Ανάβλεψ — (anableps). Γένος μικροκυπρίνων, ψαριών της οικογένειας των κυπρινοδοντιδών. Ζουν στα ποτάμια της τροπικής Αμερικής και κολυμπούν κοντά στην επιφάνεια του νερού με το μισό κεφάλι μέσα και το μισό έξω. Για τον λόγο αυτό τα μάτια τους έχουν… … Dictionary of Greek
παραβλώπας — ο / παραβλώψ, ῶπος, ΝΑ αυτός που κοιτάζει με πλάγιο τρόπο, και ιδίως αυτός που στραβίζει, ο αλλήθωρος αρχ. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * βλώψ (< βλέπω), πρβλ. υπο βλώψ] … Dictionary of Greek
υποβλώψ — ῶπος, ὁ, ΜΑ αυτός που ρίχνει κλεφτές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βλώψ (< βλέπω), πρβλ. παρα βλώψ] … Dictionary of Greek