Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βλοσῠρός

См. также в других словарях:

  • βλοσυρός — hairy masc nom sg βλοσυρός hairy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… …   Dictionary of Greek

  • βλοσυρός — ή, ό επίρρ. βλοσυρά αυτός που έχει άγριο βλέμμα, αγριωπός, τρομακτικός: Με μάλωσε κοιτώντας με βλοσυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλοσυρώτερον — βλοσυρός hairy adverbial comp βλοσυρός hairy masc acc comp sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc comp sg βλοσυρός hairy masc acc comp sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc comp sg βλοσυρός hairy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυρά — βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc pl βλοσυρά̱ , βλοσυρός hairy fem nom/voc/acc dual βλοσυρά̱ , βλοσυρός hairy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυρόν — βλοσυρός hairy masc acc sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc sg βλοσυρός hairy masc/fem acc sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυρώτατον — βλοσυρός hairy masc acc superl sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc superl sg βλοσυρός hairy masc acc superl sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυρῶν — βλοσυρός hairy fem gen pl βλοσυρός hairy masc/neut gen pl βλοσυρός hairy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυροῖο — βλοσυρός hairy masc/neut gen sg (epic) βλοσυρός hairy masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυροῖς — βλοσυρός hairy masc/neut dat pl βλοσυρός hairy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυροῖσι — βλοσυρός hairy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) βλοσυρός hairy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»