-
1 βλοσυρός
βλοσυρός, auch 2 End., Hes. Sc. 250 u. Man. 2, 6; Hom. zweimal; Iliad. 15, 608 vom Hektor μαίνετο δ' ὡς ὅτ' Ἄρης ἐγχέσπαλος ἢ ὀλοὸν πῠρ οὔρεσι μαίνηται, βαϑέης ἐν τάρφεσιν ὕλης· ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσϑην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν; 7, 212 Αἴας ὦρτο πελώριος, μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι; die Bedeutung scheint = »schrecklich«, » furchtbar« zu sein; Apoll. Lex. Homer. p. 51, 27 βλοσυροῖσι καταπληκτικοῖς. ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἡ βλοσυρῶπις. Letzteres Epitheton hat die Gorgo Iliad. 11, 36; vgl. s. v. βλοσυρῶπις. – Die Folgenden gebrauchen βλοσυρός zum Theil in der Bedeutung » ernst«, » mannhaft«, » Ehrfurcht einflößend«. Hes. μέτωπον, Κῆρες, λέοντες, Sc. 147. 250. 175; αἱμάτων βλοσυρὸν ἄγος, schrecklich, Aesch. Eum. 161; γενναῖοι καὶ βλ. Plat. Rep. VII, 535 a; Theaet. 149 a; Sp.; ψυχή Nicostr. com. bei Eust. 677, 4; σεμνὸν καὶ βλ. ὁρᾶν Ael. V. H. 12, 21; schrecklich, Ap. Rh. 2, 740; πρόςωπον Theocr. 24, 116; κῦμα, χεῠμα, Antiph. 6 Bian. 5 (IX, 84. 278); φλοῖσβος Ἐνυαλίου Mnasale. 4 (VI, 125); δάκος Nic. Th. 336, Schol. καταπληκτικὸν ϑηρίον; κύδων Nic. Al. 234, Schol. στυπτικός. Bei Theophr. βλοσυρωτέρα πίσσα, horridior, Plin. 16, 12; hart, rauh, τροφή, Id. – Adv., Hel. 10, 27.
-
2 βλοσυρός
βλοσυρός, schrecklich, furchtbar; ernst, mannhaft, Ehrfurcht einflößend
См. также в других словарях:
βλοσυρός — hairy masc nom sg βλοσυρός hairy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… … Dictionary of Greek
βλοσυρός — ή, ό επίρρ. βλοσυρά αυτός που έχει άγριο βλέμμα, αγριωπός, τρομακτικός: Με μάλωσε κοιτώντας με βλοσυρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλοσυρώτερον — βλοσυρός hairy adverbial comp βλοσυρός hairy masc acc comp sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc comp sg βλοσυρός hairy masc acc comp sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc comp sg βλοσυρός hairy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρά — βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc pl βλοσυρά̱ , βλοσυρός hairy fem nom/voc/acc dual βλοσυρά̱ , βλοσυρός hairy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρόν — βλοσυρός hairy masc acc sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc sg βλοσυρός hairy masc/fem acc sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρώτατον — βλοσυρός hairy masc acc superl sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc superl sg βλοσυρός hairy masc acc superl sg βλοσυρός hairy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρῶν — βλοσυρός hairy fem gen pl βλοσυρός hairy masc/neut gen pl βλοσυρός hairy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυροῖο — βλοσυρός hairy masc/neut gen sg (epic) βλοσυρός hairy masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυροῖς — βλοσυρός hairy masc/neut dat pl βλοσυρός hairy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυροῖσι — βλοσυρός hairy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) βλοσυρός hairy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)