-
1 βλιχώδης
Grammatical information: adj.Meaning: `clammy'. Cf. LSJSupp.Other forms: βλιχώδης (Hp), βλιχανώδης (Diph.). βλίκανος (which must not be changed to *βλίχανον) βάτραχον καὶ βλίχαν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Sophie Minon, CEG 5, 263f, compares βλαχάν βάτραχον and Artemis' epithet βλαγανῖτις. Grošelj, Živa Antika 7 (1957) 42 adduces βεβλιχασμένον (ms. βεβλυχ-) μεμολυσμένον H.Page in Frisk: 1,245Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλιχώδης
-
2 βλιχώδης
βλῑχ-ώδης, ες,A clammy, sticky, of wounds or ulcers, Hp.VC 19ap.Erot. ( γλισχρῶδες codd.), cf. Archig. ap. Orib.46.23.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλιχώδης
-
3 βλιχώδες
-
4 βλιχῶδες
-
5 βλιχανώδης
Grammatical information: adj.Meaning: `clammy'. Cf. LSJSupp.Other forms: βλιχώδης (Hp), βλιχανώδης (Diph.). βλίκανος (which must not be changed to *βλίχανον) βάτραχον καὶ βλίχαν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Sophie Minon, CEG 5, 263f, compares βλαχάν βάτραχον and Artemis' epithet βλαγανῖτις. Grošelj, Živa Antika 7 (1957) 42 adduces βεβλιχασμένον (ms. βεβλυχ-) μεμολυσμένον H.Page in Frisk: 1,245Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλιχανώδης
См. также в других словарях:
βλιχῶδες — βλιχώδης clammy masc/fem voc sg βλιχώδης clammy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
πλιχώδης — ῶδες, Α ιατρ. αυτός που έχει ή τείνει να λάβει έκταση, ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού βλιχώδης «γλοιώδης»] … Dictionary of Greek