-
1 βλιστηρις
См. также в других словарях:
βλιστηρίς — βλιστηρίς, η (Α) φρ. «βληστηρίδι χειρί» με το χέρι που τρυγάει το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του *βλιστήρ «μελισσοκόμος» < *βλιττήρ < αρχ. βλίττω «κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι»] … Dictionary of Greek
βλιστηρίδι — βλιστηρίς honey taking fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)