-
21 βληχρότεραι
βληχρόςfaint: fem nom /voc comp pl -
22 βληχρότερος
βληχρόςfaint: masc nom comp sg -
23 βλήχρου
βλῆχροςfem gen sg -
24 βληχρών
-
25 βληχρῶν
-
26 βλήχρον
-
27 βλῆχρον
-
28 βληχρά
-
29 βληχρᾷ
-
30 βληχράς
-
31 βληχρᾶς
-
32 βληχρή
-
33 βληχρῇ
-
34 βληχρήσι
-
35 βληχρῇσι
-
36 βληχραίς
-
37 βληχραῖς
-
38 βληχροίς
-
39 βληχροῖς
-
40 βληχροίσι
См. также в других словарях:
βληχρός — βληχρός, ά, όν (Α) 1. άτονος, μαλακός 2. (για πυρετό) χαμηλός, λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη μεθομηρική, η οποία στον Όμηρο απαντά ως αβληχρός*, με α προθεματικό. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. βληχρός, αν και ιωνική, συνδέεται πιθανώς με τη λ. βλᾱξ* … Dictionary of Greek
βληχρός — faint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλῆχρος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρά — βληχρός faint neut nom/voc/acc pl βληχρά̱ , βληχρός faint fem nom/voc/acc dual βληχρά̱ , βληχρός faint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρότερον — βληχρός faint adverbial comp βληχρός faint masc acc comp sg βληχρός faint neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρῶν — βληχρός faint fem gen pl βληχρός faint masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρόν — βληχρός faint masc acc sg βληχρός faint neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχραῖς — βληχρός faint fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχραί — βληχρός faint fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχροτάτου — βληχρός faint masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχροτέρη — βληχρός faint fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)