-
1 βλητός
-
2 βλητός
βλητόςstricken: masc nom sg -
3 βλητός
βλητός, geworfen, getroffen; vom Schlage gerührt -
4 βλητός
η, όν метательный, поддающийся метанию -
5 βλητός
2 v. βλητικόν. -
6 πρό-βλητος
πρό-βλητος, vorgeworfen, μὴ ῥιφϑῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς ϑ' ἕλωρ, Soph. Ai. 817.
-
7 προς-βλητός
προς-βλητός, angebracht, hinzugesetzt, LXX.
-
8 πυρί-βλητος
πυρί-βλητος, mit Feuer geworfen; Nic. Ther. 774; Maneth. 4, 421; – ἀκίδες, Mel. 17 (XII, 76), akt., = πυροβόλος.
-
9 παρα-βλητός
παρα-βλητός, an die Seite zu stellen, zu vergleichen; ᾡ οὐδεὶς παρ. εἰς τόλμαν, Plut. Aem. Paull. 7; a. Sp.
-
10 περί-βλητος
περί-βλητος, umgeworfen, Sp.
-
11 πετρό-βλητος
πετρό-βλητος, mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.
-
12 πολυ-μετά-βλητος
πολυ-μετά-βλητος, = Folgdm, Eust.
-
13 ποθό-βλητος
ποθό-βλητος, von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.
-
14 συμ-βλητός
συμ-βλητός, verglichen, vergleichbar; Theocr. 5, 92; Arist. pol. 3, 13; Sp.
-
15 σεληνό-βλητος
σεληνό-βλητος, vom Monde getroffen, d. i. mondsüchtig, Schol. Ar. Nubb. 397.
-
16 χιονό-βλητος
χιονό-βλητος, mit Schnee beworfen, beschnei't, κορυφαὶ Ὀλύμπου Ar. Nub. 271.
-
17 κεραυνό-βλητος
κεραυνό-βλητος, dasselbe, Schol. Soph. Ant. 1126 u. a. Sp., auch übertr., angedonnert, verblüfft.
-
18 κακό-βλητος
κακό-βλητος, schlecht geworfen, getroffen, Suid. v. ἄβλητος.
-
19 εὐ-σύμ-βλητος
εὐ-σύμ-βλητος, leicht zu errathen, zu verstehen, χρησμῳδία εὐξ. Aesch. Prom. 777; τέρας Her. 7, 57.
-
20 εὐ-υπέρ-βλητος
εὐ-υπέρ-βλητος, leicht zu übertreffen, Arist. Eth. 4, 5.
См. также в других словарях:
βλητός — stricken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* … Dictionary of Greek
βλητός — ή, ό αυτός που μπορεί να δεχθεί χτύπημα με βλήμα: Το στρατηγείο του εχθρού βρίσκεται σε βλητή απόσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλητῶν — βλητός stricken fem gen pl βλητός stricken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητόν — βλητός stricken masc acc sg βλητός stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληταί — βλητός stricken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοί — βλητός stricken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοῦ — βλητός stricken masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητούς — βλητός stricken masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] … Dictionary of Greek
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek