Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βλαψίφρων

См. также в других словарях:

  • βλαψίφρων — βλαψίφρων, ο (Α) 1. αυτός που προκαλεί φρενοβλάβεια 2. ο φρενοβλαβής …   Dictionary of Greek

  • βλαψίφρων — maddening masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαψίφρον — βλαψίφρων maddening masc/fem voc sg βλαψίφρων maddening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαψίφρονα — βλαψίφρων maddening neut nom/voc/acc pl βλαψίφρων maddening masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαψίφρονι — βλαψίφρων maddening dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαψίφρονος — βλαψίφρων maddening gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενεμπάρωτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «βλαψίφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἐν + πηρῶ / πᾱρῶ (< πηρός «ανάπηρος»)] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»