-
1 βλαψιφρων
-
2 βλαψίφρων
βλαψίφρωνmaddening: masc /fem nom sg -
3 βλαψίφρων
II = φρενοβλαβής, A.Th. 725.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαψίφρων
-
4 βλαψίφρων
βλαψί-φρων, (1) am Verstande beschädigt. (2) den Verstand verletzend -
5 βλαψίφρον
βλαψίφρωνmaddening: masc /fem voc sgβλαψίφρωνmaddening: neut nom /voc /acc sg -
6 βλαψίφρονα
βλαψίφρωνmaddening: neut nom /voc /acc plβλαψίφρωνmaddening: masc /fem acc sg -
7 βλαψίφρονι
βλαψίφρωνmaddening: dat sg -
8 βλαψίφρονος
βλαψίφρωνmaddening: gen sg -
9 βλαβεσί-φρων
βλαβεσί-φρων, bei Apoll. Lex. H. Erkl. von ἀασίφρων; Bast conj. βλαψίφρων.
-
10 φρεναρτίους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεναρτίους
См. также в других словарях:
βλαψίφρων — βλαψίφρων, ο (Α) 1. αυτός που προκαλεί φρενοβλάβεια 2. ο φρενοβλαβής … Dictionary of Greek
βλαψίφρων — maddening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαψίφρον — βλαψίφρων maddening masc/fem voc sg βλαψίφρων maddening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαψίφρονα — βλαψίφρων maddening neut nom/voc/acc pl βλαψίφρων maddening masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαψίφρονι — βλαψίφρων maddening dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαψίφρονος — βλαψίφρων maddening gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενεμπάρωτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «βλαψίφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἐν + πηρῶ / πᾱρῶ (< πηρός «ανάπηρος»)] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek