Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βλαχῶν

См. также в других словарях:

  • βλαχῶν — βλᾱχῶν , βληχή bleating fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aromanians — Aromanians, Macedo Romanians, Vlachs Armâñji Total population 100.000[1] 1.000.000 Regions with significant populations …   Wikipedia

  • βλάχικος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 40 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπερχειάδος. * * * η, ο 1. ο σχετικός με τη Βλαχία και τους Βλάχους 2. ο σχετικός με τους βλάχους, τους χωρικούς 3. άξεστος, άκομψος 4. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουράτ — Όνομα πέντε σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (; – 1389). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1360 89). Εγγονός του Οσμάν, ιδρυτή του οθωμανικού κράτους, διαδέχτηκε τον πατέρα του Ορχάν. Άρχισε τις κατακτητικές εκστρατείες των… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Aromanian language — Not to be confused with Romanian language or Armenian language. Aromanian armãneashce, armãneashti, limba armãneascã. Spoken in Greece, Albania, Romania, Republic of Macedonia, Serbia, Bulgaria and Turkey …   Wikipedia

  • Minorities in Greece — Indigenous minorities in Greece are small in size compared to regional standards.[1] The country is largely ethnically homogeneous. This is mainly due to the population exchanges between Greece and neighboring Turkey (Treaty of Lausanne) and… …   Wikipedia

  • βλαχιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 140 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου, στα παράλια του Αιγαίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κηρέως. * * * η Ι. 1. η κακοσμία του βλάχου 2. η βάναυση… …   Dictionary of Greek

  • βλαχοκαλύβα — η και βλαχοκάλυβο, το 1. καλύβα βλάχων, χωρικών 2. καλύβα πρόχειρα κατασκευασμένη …   Dictionary of Greek

  • βλαχουριά — και βλαχουνιά, η 1. το σύνολο των βλάχων 2. η κακοσμία του βλάχου 3. η άξεστη συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • βλαχοχώρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 5 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυστρά. * * * το χωριό βλάχων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»