Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βλασφημῇ

  • 1 βλασφημή

    βλασφημέω
    speak profanely of sacred things: pres subj mp 2nd sg
    βλασφημέω
    speak profanely of sacred things: pres ind mp 2nd sg
    βλασφημέω
    speak profanely of sacred things: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > βλασφημή

  • 2 βλασφημῇ

    βλασφημέω
    speak profanely of sacred things: pres subj mp 2nd sg
    βλασφημέω
    speak profanely of sacred things: pres ind mp 2nd sg
    βλασφημέω
    speak profanely of sacred things: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > βλασφημῇ

См. также в других словарях:

  • βλασφημῇ — βλασφημέω speak profanely of sacred things pres subj mp 2nd sg βλασφημέω speak profanely of sacred things pres ind mp 2nd sg βλασφημέω speak profanely of sacred things pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλασφημόγλωσσος — βλασφημόγλωσσος, ον (AM) αυτός που έχει βλάσφημη γλώσσα, που εκστομίζει βλαστήμιες …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • βερισμός — Λογοτεχνικό ρεύμα στην Ιταλία, αντίστοιχο προς τον γαλλικό νατουραλισμό. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., η τάση εκείνη του ρομαντισμού που απέβλεπε στη λέξη μουσική είχε περιοριστεί σε έναν αφηρημένο συναισθηματισμό.Εναντίον του αντέδρασε ο ίδιος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • Λένον, Τζον — (John Winston Lennon, Λίβερπουλ 1940 – Νέα Υόρκη 1980). Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής της ποπ μουσικής. Ο Λ. μεγάλωσε με τους θείους του σε μια εργατική γειτονιά του Λίβερπουλ. Το 1956 ξεκίνησε να παίζει μπάντζο, ενώ σύντομα άρχισε… …   Dictionary of Greek

  • Σουίνμπερν, Άλτζερνον Τσαρλς — (Swinburne). Άγγλος ποιητής (Λονδίνο 1837 Πούτνεϊ, Λονδίνο 1909). Σπούδασε στο Ήτον από όπου όμως διώχτηκε για πειθαρχικούς λόγους. Με τις αντικομφορμιστικές ιδέες του για την έκλυτη ζωή του προκάλεσε σκάνδαλο και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»