Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλαστῷ

  • 1 βλαστώ

    βλαστάω
    bring forth: pres imperat mp 2nd sg
    βλαστάω
    bring forth: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    βλαστάω
    bring forth: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    βλαστάω
    bring forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    βλαστάω
    bring forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    βλαστάω
    bring forth: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    βλαστόν
    neut gen sg (doric aeolic)
    βλαστός
    shoot: masc gen sg (doric aeolic)
    βλαστόω
    pres subj act 1st sg
    βλαστόω
    pres ind act 1st sg
    ——————
    βλαστάω
    bring forth: pres opt act 3rd sg
    βλαστόν
    neut dat sg
    βλαστός
    shoot: masc dat sg

    Morphologia Graeca > βλαστώ

  • 2 βλαστῶ

    Βλ. λ. βλαστώ

    Morphologia Graeca > βλαστῶ

  • 3 βλαστῷ

    Βλ. λ. βλαστώ

    Morphologia Graeca > βλαστῷ

  • 4 βλαστώι

    βλαστῷ, βλαστάω
    bring forth: pres opt act 3rd sg
    βλαστῷ, βλαστόν
    neut dat sg
    βλαστῷ, βλαστός
    shoot: masc dat sg

    Morphologia Graeca > βλαστώι

  • 5 βλαστῶι

    βλαστῷ, βλαστάω
    bring forth: pres opt act 3rd sg
    βλαστῷ, βλαστόν
    neut dat sg
    βλαστῷ, βλαστός
    shoot: masc dat sg

    Morphologia Graeca > βλαστῶι

См. также в других словарях:

  • βλαστώ — (I) ( άω) βλ. βλαστάνω. (II) ( έω) βλ. βλαστάνω. (III) ( όω) βλ. βλαστάνω …   Dictionary of Greek

  • βλαστῶ — βλαστάω bring forth pres imperat mp 2nd sg βλαστάω bring forth pres subj act 1st sg (attic epic ionic) βλαστάω bring forth pres ind act 1st sg (attic epic ionic) βλαστάω bring forth pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) βλαστάω bring… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστῷ — βλαστάω bring forth pres opt act 3rd sg βλαστόν neut dat sg βλαστός shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστῶι — βλαστῷ , βλαστάω bring forth pres opt act 3rd sg βλαστῷ , βλαστόν neut dat sg βλαστῷ , βλαστός shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστώνω — [βλαστώ] βλαστάνω, αναπτύσσομαι …   Dictionary of Greek

  • βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …   Dictionary of Greek

  • άβλαστος — η, ο (Α ἄβλαστος, ον) [βλαστῶ] 1. αυτός που δεν βλάστησε 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση, ο ολωσδιόλου άγονος …   Dictionary of Greek

  • αναβλαστώ — ἀναβλαστῶ ( έω) (Α) αναβλαστάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλαστῶ] …   Dictionary of Greek

  • καρποβλαστώ — καρποβλαστῶ, έω (Μ) κάνω κάτι να καρποφορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»