-
1 βλαστού
βλαστάνωbud: aor imperat mid 2nd sg (attic)βλαστάωbring forth: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)βλαστόνneut gen sgβλαστόςshoot: masc gen sgβλαστόωpres imperat mp 2nd sgβλαστόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 βλαστοῦ
βλαστάνωbud: aor imperat mid 2nd sg (attic)βλαστάωbring forth: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)βλαστόνneut gen sgβλαστόςshoot: masc gen sgβλαστόωpres imperat mp 2nd sgβλαστόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 βλάστου
βλαστάνωbud: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric)βλαστόωpres imperat act 2nd sgβλαστόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 βλαστός
-οῦ + ὁ N 2 4-2-3-2-1=12 Gn 40,10; 49,9; Ex 38,15(37,17); Nm 17,23; 1 Kgs 7,12(26)Cf.HARL 1986a, 308 (Gn 49,9); LE BOULLUEC 1989 365(Ex 38,15); WALTERS 1973 51.286 (Nm 17,23) -
5 προβολή
A putting forward, esp. of a weapon for defence, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι to bring the spears to the rest, couch them, X.An.6.5.25 (nisi leg. προσβολήν); [τὰ δόρατα] ἀποτεῖναι ἐς π. Arr.An.1.6.2
;κοντοὺς ὀρθοὺς ὡς ἐς π. φέροντες Id.Tact.43.2
; ἵστανται ἐς π. ib.36.3; ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος bringing it to the guard, AP7.433 (Tymn.); ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν π. standing with spear in rest, Plu.Caes.44, cf. Plb.2.65.11; ὑπελθεῖν τὴν π. τοῦ πολεμίου get under his guard, D.H.3.19; of a pugilist,δοχμὸς ἀπὸ π. κλινθείς Theoc.22.120
;παγκρατίου προβολὰν διδάξαι IG42(1).122.53
(Epid., iv B.C.), cf.7.2470.3 (Thebes, iv/iii B.C.); Carneades προβολὴν pugilis.. similem facitἐποχῇ Cic.Att.13.21.3
; ἀνέχοντες ἐν π. τὰς χεῖρας, of long-distance runners, Philostr.Gym.32; ἡ π. τῶν χειρῶν, of boxers, ib.34;αἱ π. τοῦ σώματος X.Cyn.10.22
; ἡ τῆς φάλαγγος π. the phalanx with its pikes couched, Plb.18.30.1;αἱ τῶν θυρεῶν π. Id.1.22.10
, cf. Arr.Tact.37.5; of the legs, putting foremost, Arist.IA 706a6.II projection, prominence,ἡ π. τοῦ χείλεος Hp.Art.8
, etc.; τῆς κεφαλῆς a prominence of the skull, Id.VC1;τῆς γλώσσης Aret.SA1.7
; π. ἀπὸ τοῦ χείλεος, of an elephant's trunk, Id.SD2.13, cf. Ael.NA5.41.2 jutting rock, foreland, or tongue of land, S.Ph. 1455 (anap., prob. for προβλής)ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Q.S.9.378
, cf. D.P.1013, Plb.1.53.10; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ π., i.e. from the Delta of the Nile, AP9.350 (Leon.Alex.); also the spurof a hill, Plu.Crass.22.4 projecting bridge, Id.3.46.4.III thing held before one as a defence, screen, bulwark,π. μεγάλη τῆς χώρας X.Mem.3.5.27
; of the eyebrows, Id.Cyn.5.26;τοῦ ὄμματος Arist.GA 780b23
;ὅπως ᾖ π. τοῖς.. σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Id.PA 672a17
: c.gen. objecti, defence against..,δείματος π. καὶ βελέων S.Aj. 1212
(lyr.); (lyr.); ; τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους, Thphr.CP2.7.4, 3.10.4, 5.13.3; πρὸς τοὺς χειμῶνας ib.3.7.2.2 protection,τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Pl.Plt. 288b
; π. ἔχειν, of plants, Thphr.CP3.20.5;προβεβλημένοι τὴν γαμικὴν π. Dam.Isid. 160
.3 front of a horse's hoof, Hippiatr.123.IV proposal of a person's name for election, Pl. Lg. 765b, SIG976.10 (Samos, ii B.C.), CPR20.8 (iii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4, al., Ps.-Ptol.Centil.83.V as law-term, a form of public process by presentation of a case to the assembly, D.21.193: pl., ib.11, Lex ib.8, 10;τῶν συκοφαντῶν π. ἐποιησάμεθα Aeschin.2.145
, cf. X. HG1.7.35, Isoc.15.314, Arist.Ath.43.5, 59.2, Harp. s.v. καταχειροτονία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβολή
См. также в других словарях:
βλαστοῦ — βλαστάνω bud aor imperat mid 2nd sg (attic) βλαστάω bring forth pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) βλαστόν neut gen sg βλαστός shoot masc gen sg βλαστόω pres imperat mp 2nd sg βλαστόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάστου — βλαστάνω bud aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) βλαστόω pres imperat act 2nd sg βλαστόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
εντεριώνη — Το εσωτερικό του βλαστού ή της ρίζας. Αποτελεί τον ιστό που περικλείεται από τον κεντρικό κύλινδρο (αγωγός ιστός) στον βλαστό και σπάνια στη ρίζα των κωνοφόρων και δικοτυλήδονων φυτών. Πρόκειται για παρεγχυματικό ιστό από πολυεδρικά κύτταρα μέσα… … Dictionary of Greek