-
1 βλαβερως
-
2 βλαβερώς
-
3 βλαβερῶς
-
4 βλαβερός
См. также в других словарях:
βλαβερῶς — βλαβερός harmful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βλαβερως
2 βλαβερώς
3 βλαβερῶς
4 βλαβερός
βλαβερῶς — βλαβερός harmful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)