-
1 βλέπω
(αόρ. είδα и είδον, υποτ. ίδω и (*)δώ, προστ. ιδε, (1)δές и διές) μετ., αμετ.1) видеть (в разн. знач);βλέπ καλά — я вижу хорошо;
βλέπω από μακριά — видеть издалека;
βλέπω όνειρο — видеть сон;
βλέπω στον ύπνο μου κάποιον — видеть во сне коголибо;
είδα στον ύπνο μου, ότι... я видел во сне, что...;βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια — видеть своими собственными глазами;
σκοτείνιασε και δεν βλέπω να γράψω — стило темно писать;
δεν βλέπει μακριά прям., перен. — он близорукий человек;
βλέπει μακριά — он далеко видит (тж. перен.); — он дальнозоркий человек;
δεν βλέπει καθόλου — он совсем перестал видеть, он совсем ослеп;
δεν βλέπω μακρύτερα απ' τη μύτη μου — не видеть дольше своего носа;
κι' ενας στραβός το βλέπει — этр и слепому видно, это очевидно, ясно;
2) смотреть, глядеть;βλέπω εδώ κι' εκεί — смотреть по сторонам;
βλέπω με καλό μάτι — смотреть благосклонно;
βλέπω την παράσταση (την ταινία) — смотреть спектакль (фильм);
βλέπω τηλεόραση — смотреть телевизор;
όλα τα βλέπει μαύρα (ρόδινα) — он всё видит в чёрном (розовом) свете;
τον είδα χθες я видел его вчера, я виделся с ним вчера;χαίρομαι ( — или χαίρω) πού σας βλέπω — я рад вас видеть;
βλέπω τώρα πόσο σε αδίκησα — теперь я вижу, как обидел тебя;
βλέπω τό μέλλον — видеть, представлять себе будущее;
ήδη βλέπει γρήγορη τη νίκη — ему уже видится близкая победа;
καθώς βλέπω — как я вижу;
πώς το βλέπετε; — как вы на это смотрите?;
δεν βλέπ την ανάγκη — не вижу в этом необходимости;
δεν είδα άδσπρη μέρα στη ζωή μου ни одного хорошего дня не видел я в жизни;3) смотреть, осматривать (о враче); θα πάω να με ιδεί κι' ένας νευρολόγος пойду покажусь невропатологу;ποιός γιατρός τον βλέπει; — какой врач его лечит?;
4) смотреть, при- сматривать (за кем-л.);βλέπω τό παιδί — смотреть за ребёнком;
5) следить (за кем-чем-л.), беречь, заботиться (о ком-чёмлибо);βλέπε την υγεία σου — следи за своим здоровьем;
βλέπе μην πέσεις! — смотри не упади!;
6) смотреть на..., в...; выходить, быть обращённым к..., на... (об окнах и т. п.);7) добиваться, достигать, обретать;βλέπω όφελος — иметь пользу (от чего-л.);
βλέπω προκοπή — достигать благополучия;
§ όπως βλέπετε — как видите;
κάνω πώς δεν βλέπ — смотреть сквозь пальцы;
να (1)δώ или θα (1)δω я посмотрю, я подумаю;πάρε τώρα αυτό και γιά τ' αλλα βλέπουμε — сначала возьми это, а там посмотрим;
βλέποντας και κάνοντας дальше видно будет; поживём — увидим;καθώς σε βλέπω και με βλέπεις — это несомненно;
δεν βλέπω την ώρα να... — жду не дождусь;
είδα κι' απόειδα... все жданки переждал;κάπου σ' είδα, κάπου μ' είδες; ты что, своих не узнаёшь?; ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε посл, делить шкуру неубитого медведя; οποίος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαμάχτηκε погов, кто мало видел — удивляется всякой малости -
2 νηλιποκαιβλεπελαιος
2
См. также в других словарях:
βλέπ' — βλέπε , βλέπω see pres imperat act 2nd sg βλέπε , βλέπω see imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Paratatikos — (griechisch παρατατικός) ist die Bezeichnung für eine Form der grammatischen Vergangenheit (siehe auch Präteritum) bei der Bildung griechischer Verbformen. Die Begriffe Präteritum und Paratatikos sind jedoch nicht deckungsgleich, da im… … Deutsch Wikipedia
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste … Wikipedia Español
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
κοντοποδαρούσα — η εκλεκτή ποικιλία τής αχλαδιάς και τού καρπού της, ο οποίος έχει κοντό και κάπως χονδρό μίσχο, αλλ. κοντούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού κοντο πόδαρος* με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθο μαλλ ούσα, χαμηλο βλεπ ούσα)] … Dictionary of Greek
κοντόβλεπος — η, ο (κυριολ. και μτφ.) κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βλεπος (από θ. βλέπ τού βλέπω), πρβλ. γοργό βλεπος] … Dictionary of Greek
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek