-
1 βλάττα
βλάττᾱ, βλάτταblatta: fem nom /voc /acc dualβλάττᾱ, βλάτταblatta: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 βλάττα
-
3 βλάττα
Grammatical information: f.Meaning: `purple' (Ed. Diocl.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Etymology: From Lat. blatta, which is unclear.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλάττα
-
4 βλάτταν
βλάττᾱν, βλάτταblatta: fem acc sg (doric aeolic) -
5 βλάττης
βλάτταblatta: fem gen sg (attic epic ionic) -
6 ὀξύβλαττα
ὀξῠ-βλαττα, ἡ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύβλαττα
См. также в других словарях:
βλάττα — βλάττᾱ , βλάττα blatta fem nom/voc/acc dual βλάττᾱ , βλάττα blatta fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάττα — η (AM βλάττα, Α και βλάττη) νεοελλ. 1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα 2. η ευλογιά 3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά 4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα αρχ. η πορφύρα και η βαφή της. [ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης… … Dictionary of Greek
βλάτταν — βλάττᾱν , βλάττα blatta fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάττης — βλάττα blatta fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cockroach — For other uses, see Cockroach (disambiguation). Cockroach Common household roaches A) German cockroach B) American cockroach C) Australian cockroach D E) Oriental cockroach (♀ & … Wikipedia
βλαττί — το και βλαντί (Μ βλαττίον και βλαττίν, βλαντίον και βλαντίν) [βλάττα] πολυτελές, μεταξωτό ύφασμα ή φόρεμα, συνήθως κόκκινο ή πορφυρό («ξέρω να υφαίνω το βλαντί, να υφαίνω το μετάξι») νεοελλ. 1. οποιοδήποτε πολύτιμο πράγμα 2. αγαπημένο, χαϊδεμένο… … Dictionary of Greek
βλαττούδα — και βλαττούδα, η και βλαττούδι, το [βλάττα] η κατσαρίδα … Dictionary of Greek
καταβλαττάς — καταβλαττάς, ὁ (Μ) βαφέας κόκκινων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κατ(α) * + βλάττα «πορφυρή βαφή» (< λατ. blatta) + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, ψωμ άς] … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
μεταξάβλαττα — και μεταξαβλάττη, ἡ (Α) είδος πορφυρής βαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα + βλάττα «πορφύρα»] … Dictionary of Greek
οξύβλαττα — ὀξύβλαττα, ἡ (Μ) λαμπρό πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βλάττα «πορφύρα»] … Dictionary of Greek