Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βιώσῃ

  • 1 βιώση

    βιώσηι, βίωσις
    way of life: fem dat sg (epic)
    βιάω
    constrain: pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    βιάζω
    constrain: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    βιόω
    live: aor subj mid 2nd sg
    βιόω
    live: aor subj act 3rd sg
    βιόω
    live: fut ind mid 2nd sg
    βιώσκομαι
    quicken: aor subj mid 2nd sg
    βιώσκομαι
    quicken: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > βιώση

  • 2 βιώσῃ

    βιώσηι, βίωσις
    way of life: fem dat sg (epic)
    βιάω
    constrain: pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
    βιάζω
    constrain: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    βιόω
    live: aor subj mid 2nd sg
    βιόω
    live: aor subj act 3rd sg
    βιόω
    live: fut ind mid 2nd sg
    βιώσκομαι
    quicken: aor subj mid 2nd sg
    βιώσκομαι
    quicken: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > βιώσῃ

  • 3 βίωση

    yaşam biçimi, tarzı

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > βίωση

См. также в других словарях:

  • βίωση — η ο εντελώς προσωπικός τρόπος που βιώνει κάποιος τα γεγονότα ή τις καταστάσεις της ζωής του: Η βίωση της σχέσης με τους γονιούς καθορίζει όλες τις υπόλοιπες σχέσεις της ζωής μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιώσῃ — βιώσηι , βίωσις way of life fem dat sg (epic) βιάω constrain pres part act fem dat sg (attic epic ionic) βιάζω constrain fut part act fem dat sg (attic epic ionic) βιόω live aor subj mid 2nd sg βιόω live aor subj act 3rd sg βιόω live fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποσοφία — Αποκρυφιστική διδασκαλία, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα του κόσμου και το πρόβλημα του ανθρώπου. Η α. θεμελιώθηκε από τον Ρ. Στάινερ στις αρχές του 20ού αι. Πρόκειται για διδασκαλία η οποία προσπαθεί να στηρίξει τον αποκρυφισμό κυρίως σε… …   Dictionary of Greek

  • ονειρισμός — ο (ιατρ. ψυχολ.) οξύ παραλήρημα στο πλαίσιο μιας συγχυτικής κατάστασης που συνίσταται σε συγκεκριμένες κινητές παραστάσεις, όπως είναι τα όνειρα, αλλά με έντονο αισθητικό και δραματικό χαρακτήρα, που έχει ως αποτέλεσμα την έντονη βίωσή τους από… …   Dictionary of Greek

  • παλαιβίωσις — παλαιβίωσις, ἡ (Α) η προηγούμενη βίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + βίωσις] …   Dictionary of Greek

  • παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …   Dictionary of Greek

  • πλησιοβίωση — η, Ν βιολ. στενή γειτονία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες φωλιές κοινωνικών εντόμων, η οποία συνοδεύεται από μικρή ή έμμεση επικοινωνία μεταξύ τών αποικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plesiobiosis < πλησίος + βίωση] …   Dictionary of Greek

  • σαπροβίωση — η, Ν βιολ. η ζωή σε συνθήκες αποικοδόμησης, αποσύνθεσης, τής οργανικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprobiose (< σαπρός + βίωση)] …   Dictionary of Greek

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»