-
1 βιώλεθρος
βιώλεθροςdestructive of life: masc /fem nom sg -
2 βιώλεθρος
βιώλεθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιώλεθρος
См. также в других словарях:
βιώλεθρος — βιώλεθρος, ον (AM) ο καταστρεπτικός για τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + όλεθρος (πρβλ. αξιώλεθρος, λεώλεθρος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βιώλεθρος — destructive of life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek