Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βιομηχανοποίηση

См. также в других словарях:

  • βιομηχανοποίηση — η 1. η εκμετάλλευση μιας πρώτης ύλης με βιομηχανικά μέσα: Η βιομηχανοποίηση των αγροτικών προϊόντων έχει πια εξαπλωθεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. 2. η μετατροπή μιας χώρας από γεωργική σε βιομηχανική: Η βιομηχανοποίηση των περισσότερων χωρών… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιομηχανοποίηση — η 1. μετατροπή βιοτεχνίας ή άλλης χειρωνακτικής εργασίας σε βιομηχανία 2. μετατροπή χώρας από γεωργική σε βιομηχανική 3. εκμετάλλευση πρώτης ύλης με βιομηχανικά μέσα 4. τυποποίηση και μαζική προσφορά κοινωνικών ή πνευματικών εκδηλώσεων, με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανισμός — ο 1. η βιομηχανοποίηση 2. συστηματική επιδίωξη αυξήσεως των βιομηχανικών εγκαταστάσεων μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται το 1891 από τον Γεώργ. Βιζυηνό στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • Άισλερ, Χανς — (Hanns Eisler, Λειψία 1898 – Βερολίνο 1962). Γερμανός συνθέτης. Σπούδασε στη Βιέννη κοντά στον Σένμπεργκ και τον Βέμπερν και με την επίδρασή τους έγραψε τα πρώτα του έργα μουσικής δωματίου. Κατά το 1923 απομακρύνθηκε από την τροχιά των δύο… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»