Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βιβᾶσα

См. также в других словарях:

  • βιβᾶσα — βίβημι to stride pres part act fem nom/voc sg (epic) βιβάω stride pres part act fem nom/voc sg (doric) βιβάζω cause to mount fut part act fem nom/voc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβιβάζω — βίβασα, βιβάστηκα, βιβασμένος (για επιβάτες και εμπορεύματα), ξεμπαρκάρω: Το πλοίο θα αποβιβάσει οχτακόσιους επιβάτες και πεντακόσιους τόνους εμπορεύματα. Το μέσ., αποβιβάζομαι βγαίνω από το πλοίο στη στεριά: Οι επιβάτες βράδυναν να αποβιβαστούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβάσας — βιβά̱σᾱς , βίβημι to stride pres part act fem acc pl (epic) βιβά̱σᾱς , βίβημι to stride pres part act fem gen sg (epic doric aeolic) βιβά̱σᾱς , βιβάω stride pres part act fem acc pl (doric) βιβά̱σᾱς , βιβάω stride pres part act fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»