-
1 γηθοσύνη
γηθοσύνη, ἡ, Freude, Hom. dreimal, im dativ. singul., Versanfang: Iliad. 21, 390 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηϑοσύνῃ, ὅϑ' ὁρᾶτο ϑεοὺς ἔριδι ξυνιόντας, vor Freude; 13, 29 γηϑοσύνῃ δὲ ϑάλασσα διίστατο, v. l. γηϑοσύνη und γηϑόσυν' ἡ, nämlich γηϑόσυνα, s. Scholl. Herodian.; Odyss. 11, 540 ψυχὴ δὲ Αἰακίδαο φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα, γηϑοσύνῃ ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι, v. l. γηϑοσύνη, s. Scholl. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 27 u. f. γηϑόσυνος; – plur., H. h. Cer. 437; Ap. Rh. 2, 878.
-
2 βιβάω
βιβάω, poet. Nebenform von βαίνω (βάω), πέλωρα βιβᾷ, er macht ungeheure Schritte, H. h. Merc. 225; öfters partic.; Hom. Iliad. 3, 22 μακρὰ βιβῶντα, Bekker βιβάντα, mit großen Schritten, Odyss. 11, 539 μακρὰ βιβῶσα, Bekker βιβᾶσα, vgl. μακρὰ βιβάς und μακρὰ βιβάσϑων; Pind. Ol. 14, 17 κοῦφα βιβῶντα; ἐβίβασκεν H. h. Apoll. 133; vgl. βιβάς u. βιβάσϑων.
См. также в других словарях:
βιβᾶσα — βίβημι to stride pres part act fem nom/voc sg (epic) βιβάω stride pres part act fem nom/voc sg (doric) βιβάζω cause to mount fut part act fem nom/voc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβιβάζω — βίβασα, βιβάστηκα, βιβασμένος (για επιβάτες και εμπορεύματα), ξεμπαρκάρω: Το πλοίο θα αποβιβάσει οχτακόσιους επιβάτες και πεντακόσιους τόνους εμπορεύματα. Το μέσ., αποβιβάζομαι βγαίνω από το πλοίο στη στεριά: Οι επιβάτες βράδυναν να αποβιβαστούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβάσας — βιβά̱σᾱς , βίβημι to stride pres part act fem acc pl (epic) βιβά̱σᾱς , βίβημι to stride pres part act fem gen sg (epic doric aeolic) βιβά̱σᾱς , βιβάω stride pres part act fem acc pl (doric) βιβά̱σᾱς , βιβάω stride pres part act fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)