Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βιβλιαράκι

См. также в других словарях:

  • βιβλιαράκι — το μικρό βιβλίο: Τύπωσε ένα βιβλιαράκι με συνταγές μαγειρικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίβελλος — και λίβελος ο (AM λίβελλος) νεοελλ. δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπου μσν. αρχ. 1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο 2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου τού ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • Αργκέζι, Τούντορ — (Tudor Arghezi, Βουκουρέστι 1870 – 1967). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρουμάνου συγγραφέα Ιόν Τεοντορέσκου. Έζησε μία ζωή πλούσια σε εμπειρίες (για κάμποσο καιρό χρημάτισε και καλόγηρος) και άσκησε πολλά διαφορετικά επαγγέλματα. Ο πρώτος τόμος… …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • Κανέλλος, Στέφανος — (Κωνσταντινούπολη 1792 – Κρήτη 1823). Λόγιος, γιατρός, ποιητής και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης μετέβη στη Γερμανία, όπου σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και φυσικές… …   Dictionary of Greek

  • Καντάφι, Μουαμάρ Αλ — (Muammar al Qaddafi, Μεγάλη Σύρτη 1942 –). Λίβυος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε γεωγραφία για μια τριετία στο πανεπιστήμιο της Βεγγάζης, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Μεταπήδησε στη Στρατιωτική Aκαδημία της Βεγγάζης, από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ψαλίδας, Αθανάσιος — (Ιωάννινα 1767 – Λευκάδα 1829). Δάσκαλος του Γένους. Από παλαιά και εύπορη ηπειρωτική οικογένεια, ο Ψ. έμαθε τα πρώτα και τα εγκύκλια γράμματα στα Ιωάννινα και αργότερα (μετά το 1785) στη Νίζνα και στην Πολτάβα της Ρωσίας, όπου ήταν εγκατεστημένα …   Dictionary of Greek

  • σημειωματάριο — το βιβλιαράκι σημειώσεων: Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσέπη του και σημείωσε τη διεύθυνσή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»