-
1 βιβλιαράκι
το книжечка; брошюра -
2 βιβλιάριο(ν)
τό1) см. βιβλιαράκι; 2) билет, книжка (документ);κομματικό βιβλιάριο(ν) — партийный билет;
ατομικό βιβλιάριο(ν) воен. — солдатская книжка;
εργατικό βιβλιάριο(ν) — трудовая книжка;
βιβλιάριο(ν) ταμιευτηρίου — сберегательная книжка;
βιβλιάριο(ν) υγείας — а) медицинская книжка (свидетельство о допущении к работе поваров, официантов и т. п.); — б) жёлтый билет;
3) записная книжка -
3 βιβλιάριο(ν)
τό1) см. βιβλιαράκι; 2) билет, книжка (документ);κομματικό βιβλιάριο(ν) — партийный билет;
ατομικό βιβλιάριο(ν) воен. — солдатская книжка;
εργατικό βιβλιάριο(ν) — трудовая книжка;
βιβλιάριο(ν) ταμιευτηρίου — сберегательная книжка;
βιβλιάριο(ν) υγείας — а) медицинская книжка (свидетельство о допущении к работе поваров, официантов и т. п.); — б) жёлтый билет;
3) записная книжка
См. также в других словарях:
βιβλιαράκι — το μικρό βιβλίο: Τύπωσε ένα βιβλιαράκι με συνταγές μαγειρικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίβελλος — και λίβελος ο (AM λίβελλος) νεοελλ. δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπου μσν. αρχ. 1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο 2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου τού ρωμαϊκού… … Dictionary of Greek
Αργκέζι, Τούντορ — (Tudor Arghezi, Βουκουρέστι 1870 – 1967). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρουμάνου συγγραφέα Ιόν Τεοντορέσκου. Έζησε μία ζωή πλούσια σε εμπειρίες (για κάμποσο καιρό χρημάτισε και καλόγηρος) και άσκησε πολλά διαφορετικά επαγγέλματα. Ο πρώτος τόμος… … Dictionary of Greek
Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… … Dictionary of Greek
Κανέλλος, Στέφανος — (Κωνσταντινούπολη 1792 – Κρήτη 1823). Λόγιος, γιατρός, ποιητής και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης μετέβη στη Γερμανία, όπου σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και φυσικές… … Dictionary of Greek
Καντάφι, Μουαμάρ Αλ — (Muammar al Qaddafi, Μεγάλη Σύρτη 1942 –). Λίβυος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε γεωγραφία για μια τριετία στο πανεπιστήμιο της Βεγγάζης, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Μεταπήδησε στη Στρατιωτική Aκαδημία της Βεγγάζης, από την οποία… … Dictionary of Greek
Ψαλίδας, Αθανάσιος — (Ιωάννινα 1767 – Λευκάδα 1829). Δάσκαλος του Γένους. Από παλαιά και εύπορη ηπειρωτική οικογένεια, ο Ψ. έμαθε τα πρώτα και τα εγκύκλια γράμματα στα Ιωάννινα και αργότερα (μετά το 1785) στη Νίζνα και στην Πολτάβα της Ρωσίας, όπου ήταν εγκατεστημένα … Dictionary of Greek
σημειωματάριο — το βιβλιαράκι σημειώσεων: Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσέπη του και σημείωσε τη διεύθυνσή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)