1 βιατας
(Ἄρης Pind., Anth.; νόος Pind.)
(ἀμπέλου παῖς = οἶνος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь > βιατας
βιατάς — βιατάς, ο (Α) 1. δυνατός, ισχυρός 2. (για κρασί) δυνατό, που μεθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία ή < βιώ «πιέζω, εξαναγκάζω»] … Dictionary of Greek
βιατάς — βιᾱτά̱ς , βιατης masc acc pl βιᾱτά̱ς , βιατης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)