-
1 βερενίκιον
βερενίκιονconstellation: neut nom /voc /acc sg -
2 βερενίκιον
Meaning: a plant (H.); `nitre' of good quality (Gal.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: The word is derived from queen Berenike.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βερενίκιον
-
3 βερενίκη
βερενίκη [ῑ], ἡ, Macedon. form for Φερενίκη, freq. pr. n. in the time of the Ptolemies:—also [full] βερνίκη Act.Ap.25.13: [full] βερενίκης πλόκαμος, aA constellation, Gem.3.8, etc.; also, a throw of the dice, Hsch.:— hence [full] βερενίκιον, τό, a plant, Hsch.; also, nitre of the best quality, Gal.13.568:—[var] Dim. [full] βερενικάριον or [full] βερνικάριον νίτρον, Orib.Fr.107, Aët.6.54:—[full] βερενικίδες, αἱ, women's shoes, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βερενίκη
См. также в других словарях:
βερενίκιον — βερενίκιον, το (Α) 1. ονομασία φυτού 2. νίτρο άριστης ποιότητας … Dictionary of Greek
βερενίκιον — constellation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek