Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βερέσχεϑοι

См. также в других словарях:

  • βερέσχεθοι — βερέσχεθοι, οι (Α) βλάκες …   Dictionary of Greek

  • βερέσχεθοι — the Powers of Folly masc nom/voc pl βερέσχεθος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»