-
1 βεμβικιζω
-
2 βεμβῑκίζω
βεμβῑκίζω, wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.
-
3 βεμβῑκίζω
-
4 βεμβικίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεμβικίζω
-
5 βεμβικίζει
βεμβῑκίζει, βεμβικίζωset a-spinning: pres ind mp 2nd sgβεμβῑκίζει, βεμβικίζωset a-spinning: pres ind act 3rd sg -
6 βεμβικίζωσιν
βεμβῑκίζωσιν, βεμβικίζωset a-spinning: pres subj act 3rd pl
См. также в других словарях:
βεμβικίζω — (Α) [βέμβιξ] περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα … Dictionary of Greek
βεμβικίζει — βεμβῑκίζει , βεμβικίζω set a spinning pres ind mp 2nd sg βεμβῑκίζει , βεμβικίζω set a spinning pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… … Dictionary of Greek
βεμβικίζωσιν — βεμβῑκίζωσιν , βεμβικίζω set a spinning pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)