Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βελόνι

  • 1 βελόνι

    τό
    1) см. βελόνη; 2) тех стрела;

    § κάθομαι στα βελόνια και στ' αγκάθια — а) сидеть как на иголках; — б) находиться в трудном положении;

    βελόνι δεν πέφτει χάμου — яблоку негде упасть;

    γυρεύει με το βελόνι ν' ανοίξει πηγάδι — посл, иголкой колодца не выроешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βελόνι

  • 2 Βελόνι δεν πέφτει χάμου

    Яблоку негде упасть
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βελόνι δεν πέφτει χάμου

  • 3 Έχασε η Βενετιά βελόνι

    Не жалко потерять, если есть где ещё взять
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχασε η Βενετιά βελόνι

  • 4 Γυρεύει με το βελόνι ν' ανοίξει πηγάδι

    Иголкой колодца не выроешь
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γυρεύει με το βελόνι ν' ανοίξει πηγάδι

  • 5 περνώ

    περνάω (αόρ. (ε)πέρασα) 1. μετ.
    1) переправлять, перебрасывать;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправить на другой берег;

    2) проводить, прогонять (через какое-л. место);

    περν τα πρόβατα από το αμπέλι — прогонять отару овец через виноградник;

    3) передавать, перекидывать, перебрасывать (мяч и т. п.);
    4) вдевать, продевать (через отверстие);

    περνώ την κλωστή στο βελόνι — продевать нитку в иголку;

    5) пронзать, протыкать, прокалывать (ножом и т. п.); пробивать, продырявливать (пулей и т. п.);
    6) пропитывать, промачивать;

    τον μουσαμά δεν τον περνάει το νερό — плащ не пропускает воду, плащ водонепроницаем;

    7) надевать (на кого-л.); накидывать (одежду);

    περνώ τα παπούτσια — надевать обувь;

    8) превосходить; опережать, перегонять;

    τον περνάει στο τρέξιμο — он бежит быстрее него;

    9) переводить (на кого-л.имущество); записывать на чьё-л. имя;
    τής πέρασε όλη την περιουσία του он записал на неё всё своё состояние; 10) записывать (на чеи-л. счёт), засчитывать (кому-л.); 11) проводить, проталкивать (закон, решение и т. п.); τον νόμο τον περάσανε στη βουλή закон провели через парламент; 12) обрабатывать (чём-л.);

    περν' κάτι με κερί — обработать что-л, воском;

    13) переносить (тж. болезнь); переживать, испытывать;
    πέρασα γρίππη я перенёс грипп;

    περνώ δύσκολα χρόνια — пережить тяжёлые времена;

    14) проводить (время и т. п.); проходить службу (где-л.);
    περάσαμε το καλοκαίρι στη θάλασσα лето мы провели у моря; πέρασα την θητεία μου στο ναυτικό я прошёл службу во флоте;

    § περν κάποιον γιά... — считать кого-л. кем-л., принимать кого-л. за...;

    γιά ποιόν με περνας; — за кого ты меня принимаешь?;

    2. αμετ.
    1) переходить, переправляться; περάσαμε απέναντι мы перешли на другую сторону;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправиться на тот берег;

    2) передаваться, переходить (о болезни, власти и т. п.);
    η μπάλλα πέρασε στον αντίπαλο мяч перешёл к противнику; τό σπίτι πέρασε στη νύφη του дом перешёл к его снохе; η εξουσία πέρασε στον λαό власть перешла к народу; 3) проходить мимо, миновать; τό σύννεφο πέρασε туча прошла; 4) проникать (куда-л.); проходить (через отверстие);

    νερό δεν περνάει εκεί — вода туда не проникает;

    η κλωστή δεν περνάει από την βελονότρυπα — нитка не проходит через отверстие иглы;

    5) проходить, кончаться; течь, протекать; истекать (о времени, сроке);
    μου πέρασε ο πονοκέφαλος головная боль у меня прошла; περάσανε εφτά χρόνια από τότε с тех пор прошло семь лет; πέρασε το καλοκαίρι лето (уже) прошло; πέρασε η προθεσμία срок истёк; πέρασε η μόδα мода прошла; 6) проходить, быть принятым, одобренным (о законе и т. п.); 7) иметь хождение, быть действительным (о деньгах и т. п.); 8) бывать (где-л.), регулярно приходить; часто навещать;

    πότε περνάει ο ταχυδρόμος; — когда бывает почтальон?;

    § περάστε παρακαλώ войдите, пожалуйста; милости просим;

    περνάει ο λόγος του (μου) — его (моё) слово имеет вес, его (меня) слушают, с ним (со мной) считаются;

    περνώ γιά... — считать себя..., воображать себя...;

    περνάει γιά σπουδαίος — он из себя строит важную персону;

    δεν θα σού περάσει не выйдет по-твоему;

    πώς (τα) περνάς (περνατε); — как поживаешь (поживаете)?;

    μου πέρασε από το νου пришло в голову, я подумал;

    περνώ τα γυαλιά σε κάποιον — околпачить кого-л.;

    καλά περάσαμε а) мы хорошо провели время; б) мы хорошо прожили

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περνώ

См. также в других словарях:

  • βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… …   Dictionary of Greek

  • βελόνι — το η βελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Veloni — ( el. Βελόνι) is a settlement approximately two kilometers from Abdera in the Xanthi prefecture of Greece (Longitude: 39° 53 9 north, Latitude: 21° 19 30 east).External links* [http://www.gtp.gr/LocPage.asp?id=11292 Greek Travel Pages Veloni] *… …   Wikipedia

  • αγκυλόνι — το αγκάθι, αγκύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκύλι, κατά το βελόνι] …   Dictionary of Greek

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπίλα — και μπιμπίλα, η 1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια 2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»] …   Dictionary of Greek

  • τατουάζ — (tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του… …   Dictionary of Greek

  • τρα — και οτρά, η, Ν 1. νηματοειδές επίχρυσο ή αργυρό έλασμα για τη διακόσμηση τού πέπλου τής νύφης 2. το τμήμα τής κλωστής που περνιέται στο βελόνι για το ράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. otra < τροιά τ. που παραδίδει ο Ησύχ. και έχει σημ. «κρόκη,… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • ραφή — η 1. η σύνδεση που γίνεται με κλωστή και βελόνι: Το ρούχο χάλασε, κι οι ραφές κρατούσαν. 2. το σημείο που συνδέονται δύο επιφάνειες: Ραφές του κρανίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»