Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βελονιάζω

  • 1 вдевать

    вдевать, вдеть περνώ, διαπερώ· \вдевать нитку в иголку βελονιάζω
    * * *
    = вдеть
    περνώ, διαπερώ

    вдева́ть ни́тку в иго́лку — βελονιάζω

    Русско-греческий словарь > вдевать

  • 2 наметывать

    наметывать
    несов (при шитье) τρυπώνω, βελονιάζω, μαρκάρω.

    Русско-новогреческий словарь > наметывать

  • 3 нанизать

    нанизать
    сов, нанизывать несов περνώ στή κλωστή, ἀρμαθιάζω, βελονιάζω:
    \нанизать бусы περνώ χάντρες στήν κλωστή.

    Русско-новогреческий словарь > нанизать

  • 4 thread

    [Ɵred] 1. noun
    1) (a thin strand of cotton, wool, silk etc, especially when used for sewing: a needle and some thread.) κλωστή, νήμα
    2) (the spiral ridge around a screw: This screw has a worn thread.) βόλτες βίδας
    3) (the connection between the various events or details (in a story, account etc): I've lost the thread of what he's saying.) νήμα, ειρμός
    2. verb
    1) (to pass a thread through: I cannot thread this needle; The child was threading beads.) βελονιάζω
    2) (to make (one's way) through: She threaded her way through the crowd.) περνώ, διασχίζω

    English-Greek dictionary > thread

  • 5 нанизать

    [νανιζάτ"] ρ. βελονιάζω

    Русско-греческий новый словарь > нанизать

  • 6 нанизать

    [νανιζάτ"] ρ βελονιάζω

    Русско-эллинский словарь > нанизать

  • 7 игла

    -ы, πλθ. иглы, игл θ.
    1. βελόνι, -η•

    швеиная игла βελόνι, ραψίματος•

    машинная игла βελόνι ραπτομηχανής•

    патефонная игла βελόνι γραμμοφώνου•

    хирургическая игла χειρουργού βελόνι•

    вязальная игла βελονάκι πλεξίματος•

    вдеть нитку в -у βελονιάζω την κλωστή•

    ушко -ы η βελονότρυπα.

    2. χο βελονοειδές φύλλο των κωνοφόρων δέντρων. || αγκάθι φυτών και μερικών ζώων•

    -ы ежа αγκάθια του σκαντζόχοιρου.

    3. πυργίσκος, μιναρές, βέλος.
    εκφρ.
    морская иглаβλ. игла-рыба.

    Большой русско-греческий словарь > игла

  • 8 нитка

    θ.
    κλωστή, νήμα•

    хлопчатобумажная нитка βαμβακερή κλωστή•

    шлковая нитка μεταξωτή κλωστή•

    вдевать -у в иголку βελονιάζω την κλωστή•

    маток (клубок) -ок κουβάρι νήματος•

    нитка порвалась η κλωστή κόπηκε.

    || μτφ. γραμμή.
    εκφρ.
    винтовая нитка – οι ράβδωσεις του κοχλία•
    до (последней) -и – εντελώς, τελείως, πλήρως, λεπτομερώς, καταλεπτώς•
    ни одной сухой -и не осталось; до -и промок – έγινα εντελώς μούσκεμα•
    белыми -эми шито – άτεχνα (αδέξια) κρυμμένος•
    обобрать кого до последней -и – κατακλέβω κάποιον, απογυμνώνω.

    Большой русско-греческий словарь > нитка

См. также в других словарях:

  • βελονιάζω — βελονιάζω, βελόνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βελονιάζω — 1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας 2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω 3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζω («βελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.) 4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων 5.… …   Dictionary of Greek

  • βελονιάζω — ιασα, ιάστηκα, βελονιασμένος 1. περνώ την κλωστή στη βελόνα: Γέρασα και δε βλέπω να βελονιάσω. 2. ράβω, τρυπώνω: Έλα να βελονιάσεις τον ποδόγυρο. 3. τρυπώ, αγκυλώνω: Δέσε μου το δάχτυλο, γιατί βελονιάστηκα. 4. περνώ κάτι σε ένα νήμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβελόνιαστος — η, ο [βελονιάζω] 1. (για κλωστή) αυτή που δεν περάστηκε από την τρύπα τής βελόνας 2. (για βελόνα) αυτή, από την τρύπα τής οποίας δεν περάστηκε κλωστή 3. (για ύφασμα) αυτός που δεν μπορεί να ραφτεί επειδή είναι σκληρός ή φθαρμένος …   Dictionary of Greek

  • διεκβάλλω — (Α διεκβάλλω) [εκβάλλω] 1. περνώ βελόνα, σχοινί κ.λπ. πέρα πέρα, βελονιάζω 2. (για ποτάμια) διασχίζω μια χώρα, έναν τόπο αρχ. 1. (για στρατό) πορεύομαι, διέρχομαι 2. περιέρχομαι 3. αφαιρώ διαδοχικά μερικά ζώδια από το σύνολο τους 4. πληρώνω… …   Dictionary of Greek

  • τρυπώνω — τρύπωσα, τρυπώθηκα, τρυπωμένος 1. μτβ., κρύβω κάτι, το χώνω κάπου για απόκρυψη, το καταχωνιάζω: Πού το τρύπωσε και δεν το βρίσκω; 2. ράβω κάτι πρόχειρα με αραιές βελονιές, βελονιάζω: Να σου τρυπώσω λίγο το σακάκι; 3. αμτβ., μπαίνω σε τρύπα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»