-
1 βεικάδες
Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βεικάδες
-
2 βειέλοπες
A the skins of animals which die naturally ([dialect] Lacon.), Id. [full] βεικάσθων· κατ' ὀλίγον προβάς, Id. (leg. βιβάσθων). [full] βείκατι (β = ϝ), = εἴκοσι ([dialect] Lacon.), Id. [full] βείκηλα· νωχελῆ, ἀχρεῖα ([dialect] Lacon.), Id. [full] βειλαρμόστας, [full] βειλάρχας, = ϝιλ- ([dialect] Tarent.), Id. [full] βείλομαι, [dialect] Boeot., = βούλομαι (q. v.). [full] βείομαι, [full] βείω, v. sub βέομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βειέλοπες
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский