-
1 βεβλαστηκα...
-
2 βεβλαστηκα
Plut. = ἐβλάστηκα См. εβλαστηκα -
3 βλαστανω
(fut. βλαστήσω, aor. 1 ἐβλάστησα, aor. 2 ἔβλαστον, pf. βεβλάστηκα и ἐβλάστηκα)1) произрастать, прозябать(φύτευμα βλαστόν Soph.; δένδρεα ἐβλάστησε Emped. ap. Arst.)
τὰ πρότερον τετμημένα καὴ εἴ τι ἐβεβλαστήκει Thuc. — то, что прежде было срублено и что уже успело вырасти2) возникать, рождаться, происходить(ἐκ τινος Pind., Aesch., Eur., Plut. и ἀπό τινος Aesch.)
βλαστοῦσ΄ ὅπως ἔβλαστε Soph. — такая, какой она родилась;ὅστις ἀνθρώπου φύσιν βλαστών Soph. — всякий, кто родился человеком -
4 εβλαστηκα
См. также в других словарях:
βεβλαστήκασι — βεβλαστήκᾱσι , βλαστάνω bud perf ind act 3rd pl βεβλαστήκᾱσι , βλαστάω bring forth perf ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβλαστήκασιν — βεβλαστήκᾱσιν , βλαστάνω bud perf ind act 3rd pl βεβλαστήκᾱσιν , βλαστάω bring forth perf ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)