Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βεβαώς

См. также в других словарях:

  • βεβαώς — βαίνω walk perf part act masc nom/voc sg (epic) βαίνω walk perf part act masc nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»