-
1 βεβαως
-
2 βεβως
(Trag.; эп. βεβαώς) part. pf. к βαίνω
См. также в других словарях:
βεβαώς — βαίνω walk perf part act masc nom/voc sg (epic) βαίνω walk perf part act masc nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… … Dictionary of Greek