-
1 βεβαιότης
βεβαιότηςsteadfastness: fem nom sg -
2 βεβαιότης
2 assurance, certainty, Pl.Phdr. 277d; security, safety,βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66
;β. καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βεβαιότης
-
3 βεβαιότητα
βεβαιότηςsteadfastness: fem acc sg -
4 βεβαιότητες
βεβαιότηςsteadfastness: fem nom /voc pl -
5 βεβαιότητι
βεβαιότηςsteadfastness: fem dat sg -
6 βεβαιότητος
βεβαιότηςsteadfastness: fem gen sg -
7 βεβαιότητ'
βεβαιότητα, βεβαιότηςsteadfastness: fem acc sgβεβαιότητι, βεβαιότηςsteadfastness: fem dat sgβεβαιότητε, βεβαιότηςsteadfastness: fem nom /voc /acc dual -
8 βέβαιος
Grammatical information: adj. OKMeaning: `firm, steady' (Ion.-Att.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Generally connected with βῆναι, though the formation is unclear; hardly with Wackernagel Unt. 113 A. 1 from *βεβα-υσ-ιος (cf. *Ϝιδ-υσ-ιος \> ἰδυιος).Page in Frisk: 1,230Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βέβαιος
-
9 πληροφορία
πληροφορία, ας, ἡ (πληροφορέω) state of complete certainty, full assurance, certainty (PGiss 87, 25 [II A.D.]; Rhet. Gr. VII 108, 3; Hesychius=βεβαιότης; cp. πληροφορέω 2); this mng. is prob. in the word’s occurrences in our lit. πλοῦτος τῆς πληροφορίας τῆς συνέσεως a wealth of assurance, such as understanding brings Col 2:2. ἐν … πλ. πολλῇ, with full conviction 1 Th 1:5. ἡ πλ. τῆς ἐλπίδος Hb 6:11. πλ. πίστεως 10:22. πλ. πνεύματος ἁγίου the assurance that the Holy Spirit gives 1 Cl 42:3; but in Col 2:2; Hb 6:11; 10:22; 1 Cl 42:3 the mng. fullness also merits attention. Likew. Ro 15:29 v.l.—DELG s.v. πίμπλημι. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
βεβαιότης — steadfastness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητα — βεβαιότης steadfastness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητες — βεβαιότης steadfastness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητι — βεβαιότης steadfastness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητος — βεβαιότης steadfastness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητ' — βεβαιότητα , βεβαιότης steadfastness fem acc sg βεβαιότητι , βεβαιότης steadfastness fem dat sg βεβαιότητε , βεβαιότης steadfastness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότητα — η (AM βεβαιότης) [βέβαιος] 1. η ιδιότητα του βέβαιου, σταθερότητα, σιγουριά 2. πεποίθηση, πίστη για κάτι 3. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
ՀԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. στάσιμος, βέβαιος stabilis, constans. (յորմէ Հաստատ. Հաստել. եւ այլն. արմատն է Աստ, աստի, աստին. խիստ. նիստ. ըստ.) Ամրապինդ. ամրակազմ. սերտ. կարծր. կայուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)