Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βαϑύ-γειος

См. также в других словарях:

  • μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίγειος — ον, Μ 1. επίγειος 2. ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γειος (< γῆ), πρβλ. βαθύ γειος, κατά γειος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»