-
1 βαθύ-γειος
βαθύ-γειος (γῆ), von tiefem Erdreich, fruchtbar, Callim. Ap. 65; Diod. Sic. 20, 109.
-
2 βαθύ-γεως
βαθύ-γεως, att. Form für βαϑύ-γειος, Theophr.
-
3 βαθύ-γεος
-
4 βαθύγειος
βᾰθῠ-γειος, ον, Call.Ap.65, Thphr.HP4.11.9, Str.6.3.5, D.S. 20.109: [comp] Sup., Ph.1.332, al.: [dialect] Ion. [suff] βᾰθῠ-γαιος Hdt.4.23; [dialect] Att. [suff] βᾰθῠ-γέως, ων, Thphr.CP2.4.10:—A with deep soil, productive, ll.cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύγειος
-
5 βαθύγειος
βαθύ-γειος, von tiefem Erdreich, fruchtbar -
6 βαθυγειος
См. также в других словарях:
μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… … Dictionary of Greek
χαμαίγειος — ον, Μ 1. επίγειος 2. ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γειος (< γῆ), πρβλ. βαθύ γειος, κατά γειος] … Dictionary of Greek