1 βαινός
Morphologia Graeca > βαινός
2 βαϊνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαϊνός
βάινος — βάινος, η, ον (Μ), βαϊνός, ής, όν (Α) [βάις] αυτός που είναι φτιαγμένος από κλαδιά φοίνικα … Dictionary of Greek
βαινός — of palm leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)