-
1 креститься
креститься 1) (делать знак креста) κάνω το σταυρό μου 2) βαφτίζομαι* * *1) ( делать знак креста) κάνω το σταυρό μου2) βαφτίζομαι -
2 креститься
крести́||ться1. ре λ. βαφτίζομαι, βαπτίζομαι·2. (делать знак креста) σταυροκοπιέμαι, κάνω τόν σταυρό μου. -
3 креститься
[κριστίτσα] ρ. κάνω το σταυρό μου, βαφτίζομαι -
4 креститься
[κριστίτσα] ρ κάνω το σταυρό μου, βαφτίζομαι -
5 выкреститься
-ещушь, -естишьсяρ.σ.βαφτίζομαι, εκχριστιανίζομαι. -
6 крестить
крещу, крестишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крещённый, βρ: -щён, -щена, щеноρ.δ. μ.1. βαφτίζω, βαπτίζω•крестить младенца βαφτίζω το βρέφος.
|| δίνω, βγάζω το όνομα.2. σταυρώνω, κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κάποιον με το χέρι.3. σβήνω, διαγράφω, βάζω τελεία και παύλα.εκφρ.не детей крестить кому с кем – αυτοί μαζί τους δεν κουμπαριάζουν, δεν τα ταιριάζουν.1. βαφτίζομαι. || γίνομαι χριστιανός.2. κάνω το σταυρό (μου). -
7 окрестить
-ешу, -стишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окрещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. βαφτίζω.2. ονομάζω, ονοματίζω, βγάζω (δίνω) όνομα (κατά τη βάφτιση).βαφτίζομαι. -
8 покрестить
ρ.σ.μ.1. σταυρώνω, κάνω το σημείο του σταυρού σε κάποιον.2. βαφτίζω.1. κάνω το σταυρό μου.2. βαφτίζομαι.
См. также в других словарях:
βαφτίζομαι — βαφτίζομαι, βαφτίστηκα, βαφτισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φωτίζω — φώτισα, φωτίστηκα, φωτισμένος, μτβ. και αμτβ. 1. δίνω φως, φέγγω, λάμπω: Αυτό το φανάρι δε φωτίζει καλά. 2. μτφ., διαφωτίζω, δίνω εξηγήσεις, πληροφορώ, κάνω κάποιον ενήμερο: Θέλω να με φωτίσεις σ αυτότο θέμα. 3. έχω ισχυρή την όραση: Με όλα τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)