-
1 βαυκοπανούργος
-
2 βαυκοπανοῦργος
-
3 βαυκοπανουργος
-
4 βαυκοπανοῦργος
βαυκοπᾰνοῦργος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαυκοπανοῦργος
-
5 βαυκοπανούργοι
-
6 βαυκοπανοῦργοι
-
7 βαυκοπανούργους
βαυκοπανού̱ργους, βαυκοπανοῦργοςhumbug: masc acc pl -
8 βαυκός
Grammatical information: adj.Meaning: `affected, prudish' (Arar. 9),Compounds: βαυκοπανοῦργος (Arist. EN 1127b 27).Derivatives: βαυκίδες pl. `women's shoes' (Com., Herod.; Schwyzer 464f.). βαυκίζομαι, - ίζω `to play the prude, θρύπτεσθαι' (Alex. Com.); βαυκισμός `a dance' (Poll.). PN Βαῦκος. - βαυκαλάω s.s.v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. γλαυκός, σαυκός, φολκός. Probably a Pre-Gr. adj. (but Fur. comparison with ψαυκρός, μαυκυρός is not evident). - The shoes may be unrelated; Iran. comparanda s. Rundgren, Orientalia Suecana 6 (1957) 60f.Page in Frisk: 1,228Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαυκός
См. также в других словарях:
βαυκοπανοῦργος — humbug masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυκοπανοῦργοι — βαυκοπανοῦργος humbug masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
βαυκοπανούργους — βαυκοπανού̱ργους , βαυκοπανοῦργος humbug masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)