-
1 Βάττ'
Βάττε, Βάττοςstammerer: masc voc sg -
2 βάττ'
βάττε, βάττοςstammerer: masc voc sgβάσσαι, βάζωspeak: aor imperat mid 2nd sgβάσσαι, βάζωspeak: aor inf actβάσσα, βάζωspeak: aor ind act 1st sg (homeric ionic)βάσσε, βάζωspeak: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)βά̱σσᾱͅ, βᾶσσαfem dat sg (doric aeolic)βά̱σσᾱͅ, βῆσσαwooded combe: fem dat sg (doric aeolic) -
3 βαιτοφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαιτοφόρος
См. также в других словарях:
βαττ — το βλ. βατ … Dictionary of Greek
Βάττ' — Βάττε , Βάττος stammerer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάττ' — βάττε , βάττος stammerer masc voc sg βάσσαι , βάζω speak aor imperat mid 2nd sg βάσσαι , βάζω speak aor inf act βάσσα , βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βάσσε , βάζω speak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βά̱σσᾱͅ , βᾶσσα fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek