-
1 βατραχίδες
βατραχίςfrog-green garment: fem nom /voc pl -
2 βατραχίς
βατραχίς, ίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.
-
3 μόλουρος
Grammatical information: ?Meaning: unidentified snake (Nic. Thér. 491)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One assumes that from this word is derived a word for a locust (?), μολουρίς, - ίδος (Nic. Thér. 416). Gow and Scholfield think that it is the snake μόλουρος, but Gil, Nombres de insectos 52 translates `locust'. Hesychius has μολοῦρις αἰδοῖον κολοβη λόγχη η μόλις οὐρῶν, and μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα; Suidas has μολουρίς, μολουρίδες μολυρίδας τὰς ἀκρίδας φασί. No etymology.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόλουρος
См. также в других словарях:
βατραχίδες — βατραχίς frog green garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… … Dictionary of Greek
μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] … Dictionary of Greek
βατραχοϊδίδες — (batrachidαe). Οικογένεια ψαριών. Λέγονται και βατραχίδες. Χαρακτηριστικά τους είναι το μεγάλο και πλατύ κεφάλι, τα προεξέχοντα μάτια, το γυμνό και γλοιώδες σώμα. Ζουν στα νερά των τροπικών και υποτροπικών θαλασσών … Dictionary of Greek