1 βασσαρών
Morphologia Graeca > βασσαρών
2 βασσαρῶν
Morphologia Graeca > βασσαρῶν
3 βασσάρων
Morphologia Graeca > βασσάρων
βασσαρῶν — βασσάρα fox fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάρων — βάσσαρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)