-
1 βασκανία
-
2 βασκανία
-
3 βασκοσύνη
βασκοσύνη, ἡ, Sp. = βασκανία.
-
4 αἴθ-οψ
αἴθ-οψ οπος, 1) funkelnd, Hom. oft, aber nur in den Formen αἴϑ οπι u. αἴϑοπα, fast immer als Epitheton von χαλκός oder οἶνος, fast immer als fünfter Versfuß, das subst. im sechsten: αἴϑοπι χαλκῷ Versende Il. 4, 495. 5. 562. 681. 13, 305. 17, 3. 87. 592. 18, 522. 20, 111. 117 Od. 21. 434, αἴϑοπι οἴνῳ Versende Il. 23, 237. 250. 24, 791, αἴϑοπα οἶνον Versende Il. 1, 462. 4, 259. 5, 341. 6, 266. 14. 5. 16, 226. 230. 24, 641 Od. 2, 57. 3, 459. 7, 295. 9, 360. 13, 8. 17, 536. 24, 364, αἴϑοπα καπνόν Versende Od. 10, 152, σπένδων (σπείσας δ') αἴϑοπα οἶνον Versanfang Il. 11, 775 Od. 14, 447, αἴϑοπα οἶνον ἐρυϑρόν (ἀγείρας) Versende Od. 12, 19. 19, 197. Vgl. Athen. 1, 26 b. – Eur. φλογμός Suppl. 1019, λαμπάς Bacch. 549; Sp. D. – 2) hitzig, heftig, λιμός, Heißhunger, Hes. O. 361; ἀνήρ Soph. Ai. 221, v. l. αἴϑων, wird παρακεκινηκώς erkl.; βασκανία Agath. 14 (V, 218).
-
5 ἀ-γνωμοσύνη
ἀ-γνωμοσύνη, ἡ, Unverstand: a) Unwissenheit, Plat. Theaet. 199 d, der ἐπιστήμη entgegengesetzt. – b) unüberlegtes Handeln, Her. 2, 172; entgegensteht σοφίη 4, 93 (wie Xen. Mem. 3, 9, 5); πρὸς ἀγ, τραπόμενοι, unverständigen Widerstand leisten, 6, 10; Härte ist es Soph. Tr. 1256; wie τύχης ἀγ. Dem. 18, 207. – Schlechtigkeit bei den Rednern und Sp., z. B. Dem. ἀγν. καὶ βασκανία 18, 252; Unverschämtheit, Luc. Merc. cond. 26. Im plur. Mißverständnisse, Xen. An. 2, 5, 6; aber bei Plut. Pericl. 2 = Fehler.
См. также в других словарях:
βασκανία — βασκανίᾱ , βασκανία malign influence fem nom/voc/acc dual βασκανίᾱ , βασκανία malign influence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίᾳ — βασκανίαι , βασκανία malign influence fem nom/voc pl βασκανίᾱͅ , βασκανία malign influence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
βασκανία — η το βάσκαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκάνια — βασκάνιον charm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίας — βασκανίᾱς , βασκανία malign influence fem acc pl βασκανίᾱς , βασκανία malign influence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίαι — βασκανία malign influence fem nom/voc pl βασκανίᾱͅ , βασκανία malign influence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίαν — βασκανίᾱν , βασκανία malign influence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Чары — • Βασκανία, род чары посредством взгляда или языка; особенно во вред детям или счастливым людям, также против скота и полевых плодов. Для уничтожения действия этой чары сплевывали троекратно или произносили известные формулы. Это… … Реальный словарь классических древностей
βασκανίαις — βασκανία malign influence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίη — βασκανία malign influence fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)