-
1 βασκαντικός
βασκαντικός, Plut. Symp. 5, 7, 5, behexend.
-
2 βασκαντικός
-
3 βασκανητικός
βασκανητικός, lect. corrupt. für βασκαντικός Plut. Symp. 5, 7, 5.
См. также в других словарях:
βασκαντικός — βασκαντικός, ή, όν (Α) [βασκαίνω] φθονερός, φιλοκατήγορος … Dictionary of Greek
βασκαντικόν — βασκαντικός envious masc acc sg βασκαντικός envious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκαντικῇ — βασκαντικός envious fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκαντικήν — βασκαντικός envious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)