-
1 βασανιστικός
[васанистикос]εκ. мучительный, истязательный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βασανιστικός
-
2 мучительный
-
3 мучительный
мучитель||ныйприл βασανιστικός, ὁδυνηρός. -
4 страдальческий
страда́||льческийприл βασανιστικός, μαρτυρικός. -
5 томительный
томительн||ыйприл κοπιαστικός, κουραστικός, καταπονητικός, βασανιστικός:\томительныйая жара́ ἡ βασανιστική ζέστη· \томительныйοε ожидание κουραστική ἀναμονή. -
6 тяжкий
тяжки||й1. (трудный) βαρύς, σοβαρός·2. (серьезный) βαρύς, σοβαρός·3. (мучительный) βαρύς, βασανιστικός· ◊ пуститься во все \тяжкийе разг παίρνω τόν κατήφορο. -
7 томительный
[ταμίτιλ'νυϊ] εκ. βασανιστικός -
8 томительный
[ταμίτιλ'νυϊ] επ βασανιστικός -
9 гнетущий
επ. από μτχ.καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής, τυραννικός, βασανιστικός•-ая тоска βαριά στενοχώρια, θλίψη.
-
10 депрессивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноκαταπιεστικός, βασανιστικός. -
11 истязательский
επ.βασανιστικός, τυραννικός, μαρτυρικός. -
12 маетный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно (απλ.) βασανιστικός, κουραστικός, καταθλιπτικός•маетный день κουραστική μέρα.
-
13 мучительный
επ., βρ: -лен, -льна, льно;τυραννικός, βασανιστικός, οδυνηρός. -
14 пыточный
επ.του βασανισμού, βασανιστικός•-ые орудия όργανα βασανισμού.
-
15 томительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; βασανιστικός, καταπονητικός, ανυπόφορος•-ая жадца φοβερή δίψα•
-ая жара ανυπόφορη ζέστη•
-ое ожидание μεγάλη ανυπομονησία.
-
16 тягостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. επαχθής, βαρύς, καταθλιπτικός.2. μτφ. βασανιστικός, οδυνηρός, δυσβάστακτος, καταπιεστικός• δυσάρεστος. -
17 угнетённый
επ. κ. ουσ. καταπιεζόμενος•-ые народы οι καταπιεζόμενοι λαοί.
ουσ. ο καταπιεζόμενος•борьба -ых против колонизаторов αγώνας των καταπιεζομένων κατά των αποικιστών.
|| μτφ. καταθλιπτικός, βασανιστικός, βαρύς•-ое настроение βαρύθυμία• βα-ρυαλγία.
См. также в других словарях:
βασανιστικός — ή, ό (AM βασανιστικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες αρχ. εκείνος που χρησιμοποιείται για έλεγχο, δοκιμασία … Dictionary of Greek
βασανιστικός — ή, ό αυτός που δημιουργεί βάσανα, που τυραννάει: Εξαντλήθηκε από μια βασανιστική ασθένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασανιστικῶν — βασανιστικός given to fem gen pl βασανιστικός given to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικόν — βασανιστικός given to masc acc sg βασανιστικός given to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικαῖς — βασανιστικός given to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικαί — βασανιστικός given to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικοί — βασανιστικός given to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστικοῦ — βασανιστικός given to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek