Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βασανίζει

См. также в других словарях:

  • βασανίζει — βασανίζω rub upon the touch stone pres ind mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • моучити — МОУЧ|ИТИ (263), ОУ, ИТЬ гл. Мучить, истязать, пытать: по что сице твориши а не испра||вл˫аѧ томиши и мѹчиши. СкБГ XII, 23в–г; повелѣ ѥмѹ же исхолоньскы чинъ. преданъ бы(с). ранами мѹчити св˫атаго. (αἰκίσαι) ЖФСт XII, 68; антиѡхтъ славныи лѣ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • моучитисѧ — МОУЧ|ИТИСѦ (135), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. Испытывать страдания, подвергаться мучениям: и прочеѥ раздьравъ тѣло. и въторыими ранами ѹ||˫азвивъ. ѡб нощь пребыти ѡстави нага. сѹгɤбо мѹчитис˫а зимою же и раньною болѣзнью. бѣ бо тогда м(с)ць феврарь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • αικίστρια — αἰκίστρια, η (Α) κατά το λεξικό Σούδα, αυτή που βασανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού *αἰκιστής] …   Dictionary of Greek

  • αιματορούφης — α, ικο 1. αυτός που ρουφά το αίμα τών άλλων 2. αυτός που εκμεταλλεύεται ή βασανίζει σκληρά τους άλλους …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • βασανιστής — ο (θηλ. βασανίστρια και στρα, η) (AM βασανιστής, ο, θηλ. βασανίστρια, η) [βασανίζω] αυτός που βασανίζει αρχ. 1. αυτός που εξετάζει κάτι λεπτομερώς 2. ο δεσμοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • δήγμα — το (AM δῆγμα) [δάκνω] δάγκωμα, δαγκωνιά νεοελλ. 1. απλό κέντρισμα, τσίμπημα από Έντομο («δήγμα κουνουπιού») 2. ύπουλη βλάβη, απλό πείραγμα μσν. πόνος, οδύνη αρχ. 1. η ποσότητα την οποία μπορεί κάποιος να δαγκώσει 2. φρ. «δῆγμα λύπης» λύπη που… …   Dictionary of Greek

  • δηξίθυμος — δηξίθυμος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι < (μέλλ.) δήξομαι τού δάκνω* + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα τής αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»