-
1 тяжёлый
βαρ/ύςογκώδης- водород - ύ υδρογόνο, το δευτέριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяжёлый
-
2 варьете
[βαρ'ιετιέ] ουσ. ο. βαριετέ -
3 варьете
[βαρ'ιετιέ] ουσ ο βαριετέ -
4 вар
1. (смолистое вещество) η λιωμένη (βρασμένη) πίσσα 2. (единица реактивной мощности в системе СИ) το βάρ(ιο) (VAR).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вар
-
5 вес
το βάρ/οςмеры - а τα σταθμά, τα ζύγιαразница между - ом брутто и нетто διαφορά μεταξύ μ(ε)ικτού και καθαρού - ουςмаксимальный взлетный ав. - μέγιστο - απογείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вес
-
6 вольт-ампер
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вольт-ампер
-
7 кувалда
η σφύρα, η βαρ(ε)ιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кувалда
-
8 расписание
1. (график, таблица) о πίνακας, το ωράριο 2. (движения транспортных средств) το δρομολόγιο, ο πίνακας δρομολογίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расписание
-
9 row
I [rəu] noun(a line: two rows of houses; They were sitting in a row; They sat in the front row in the theatre.) σειρά, στοίχοςII 1. [rəu] verb1) (to move (a boat) through the water using oars: He rowed (the dinghy) up the river.) κωπηλατώ, τραβώ κουπί2) (to transport by rowing: He rowed them across the lake.) μεταφέρω με βάρκα2. noun(a trip in a rowing-boat: They went for a row on the river.) βαρ- rower- rowing-boat
- row-boat III noun1) (a noisy quarrel: They had a terrible row; a family row.) καβγάς2) (a continuous loud noise: They heard a row in the street.) σαματάς -
10 бульвар
[μπουλ'βάρ] ουσ. α. βουλεβάρτο -
11 бульвар
[μπουλ'βάρ] ουσ α βουλεβάρτο -
12 мрак
-а α.σκοτάδι, σκότος• ζόφος• έρεβος. || μτφ. ανία, πλήξη, βαρ ιεστιμάρα• θλίψη•мрак на душе βαριεστιμάρα στην ψυχή.
εκφρ.покрыто -ом неизвестностью – σκεπάστηκε με πέπλο μυστηρίου. -
13 стеснённый
επ. από μτχ.1. διστακτικός, συνεσταλμένος, ενδοιαστικός.2. δύσκολος, δυσχερής• στενόχωρος•-ое положение δυσχερής κατάσταση•
-ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.
3. θλιμμένος, βαρύς•с -ым сердцем με βαριά την καρδ ιά, βαρ ιοκαρδ ισμένος.
-
14 тоскливый
επ., βρ: -лив, -а, -оθλιμμένος, μελαγχολικός• μερακλίδικος•-ая песня θλιμμένο τραγούδι.
|| βαρύθυμος, βαρ ιόθυμος, βαρυκάρδιος• δύσθυμος.
См. также в других словарях:
Удвоение — или редупликация (лат. reduplicatio) особый вид образования корней или основ при помощи повторения корня или сложения его с самим собою. У. свойственно всем языкам и встречается также на первых ступенях онтогенетического развития языка в детском… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Popoluca — Popoloca bzw. Popoluca ist eine Nahuatl Bezeichnung für verschiedene indigene Völker Mexikos, die kein Nahuatl sprechen. Inhaltsverzeichnis 1 Ursprung der Bezeichnung 2 So bezeichnete Ethnien 3 Einzelnachweise … Deutsch Wikipedia
BAR-JONA — I. BAR JONA unum ex tribus nominibus Petri Apostoli, quem Trinomium propterea vocat Petrus Blesensis Serm. 26. quae sunt, Simon, Bar Ionn et Petrus: occurtit Matthaei, c. 16. v. 17.Μακάριος εἶ Σίμων Βὰρ Ιωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι… … Hofmann J. Lexicon universale
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του … Dictionary of Greek
Aramaic of Jesus — Most scholars believe that historical Jesus primarily spoke Aramaic, [cite encyclopedia|encyclopedia=The Eerdmans Bible Dictionary|title=Aramaic|quote=It is generally agreed that Aramaic was the common language of Palestine in the first century A … Wikipedia
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με … Dictionary of Greek
βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
κιρσουλκός — κιρσουλκός, ὁ (Α) χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά την κιρσουλκία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. βαρ ουλκός, εμβρυ ουλκός] … Dictionary of Greek